Μάιλς Ντέιβις: Αναζητώντας τον Ηχο
Μάιλς Ντέιβις – Αναζητώντας τον Ηχο
Εικονογράφηση: Ντέιβ Τσίσολμ
Μετάφραση: Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Επιμέλεια: Θάνος Καραγιαννόπουλος
Εκδόσεις: Οξύ
Σελ: 160
Ο Μάιλς Ντέιβις (1926–1991) υπήρξε μία από τις πλέον ριζοσπαστικές και δημιουργικά ανήσυχες μορφές της μουσικής του 20ού αιώνα. Η καλλιτεχνική του πορεία εκτείνεται σε σχεδόν πέντε δεκαετίες, κατά τις οποίες διαδραμάτισε κομβικό ρόλο στην ανανέωση της jazz, συμβάλλοντας καθοριστικά στη διαμόρφωση και εξέλιξη ποικίλων ειδών όπως το bebop, η cool jazz, το hard bop, η modal jazz. Η διαδρομή του χαρακτηρίζεται από μια σταθερή άρνηση της επανάληψης και από μια διαρκή τάση υπέρβασης των συμβάσεων. Δεν επιδίωκε απλώς τη διαφοροποίηση, επιζητούσε τη ρήξη, τη μεταμόρφωση και τη διαρκή ανανέωση. Μέσα από αυτήν την αδιάλειπτη αναζήτηση νέων μορφών έκφρασης, ο Ντέιβις δεν συνέβαλε μόνο στον επαναπροσδιορισμό της jazz· διαμόρφωσε μια ολόκληρη φιλοσοφία καλλιτεχνικής εξέλιξης, η οποία άσκησε βαθιά επίδραση σε δημιουργούς από ένα ευρύ φάσμα μουσικών ειδών: από την κλασική μουσική και τη ροκ έως τη pop και το hip hop.
Ο Ντέιβ Τσίσολμ, εικονογράφος, τρομπετίστας και δύο φορές υποψήφιος για τα βραβεία Eisner και Ringo, δεν προσεγγίζει για πρώτη φορά τη βιογραφική αφήγηση μιας εμβληματικής μορφής της jazz. Το 2020 παρουσίασε το graphic novel «Chasin’ the Bird: Charlie Parker in California» (Z2 Comics, σελ. 144), το οποίο εστιάζει σε ένα συγκεκριμένο και κρίσιμο χρονικό διάστημα της ζωής του Τσάρλι Πάρκερ. Στο πρόσφατο έργο του «Μάιλς Ντέιβις – Αναζητώντας τον Ηχο», επιχειρεί μια πιο σύνθετη και ολοκληρωμένη καλλιτεχνική βιογραφία, εστιάζοντας όχι μόνο στα γεγονότα αλλά και στο εσωτερικό σύμπαν του κορυφαίου συνθέτη και τρομπετίστα. Το graphic novel κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Οξύ σε μετάφραση του Γιώργου-Ικαρου Μπαμπασάκη και επιμέλεια του Θάνου Καραγιαννόπουλου.
Ωστόσο, η βιογραφία του Τσίσολμ δεν αποτελεί μια απλή χρονική καταγραφή των γεγονότων. Βασισμένος στην αυτοβιογραφία του Ντέιβις, την οποία έγραψε ο ίδιος σε συνεργασία με τον δημοσιογράφο Quincy Troupe (Μάιλς: Αυτοβιογραφία, εκδ. Σέλας, σελ. 510), καθώς και σε πλήθος συνεντεύξεων, και με τη συμβολή του γιου του, Εριν Ντέιβις, ο Τσίσολμ συνθέτει ένα graphic novel όπου ο ίδιος ο Ντέιβις αναλαμβάνει τον ρόλο του αφηγητή. Δεν εξιστορεί απλώς τη βιογραφία του, στοχάζεται επ’ αυτής, αναπτύσσοντας παράλληλα τη φιλοσοφία του πάνω στη μουσική και τη ζωή. Η αισθητική προσέγγιση του Τσίσολμ στο graphic novel βασίζεται σε τρεις βασικές αρχές: την ελλειπτική αφήγηση, τη λεπτομερή εικονογράφηση και τη δυνατότητα οπτικοποίησης της μουσικής του Μάιλς Ντέιβις με έναν τρόπο που αμέσως σε συνδέει με αυτή. Αξίζει να αναφερθεί η σημαντική συμβολή του Dustyn Payette, υπεύθυνου για τον χρωματικό σχεδιασμό, ο οποίος προσδίδει ζωντάνια και βάθος σε κάθε καρέ. Μέσα από την έντονη και μελετημένη χρωματική παλέτα, το έργο αποκτά έναν δικό του τρόπο να αφηγείται τις διάφορες χρονικές περιόδους στη ζωή του Ντέιβις.
Το κόκκινο και το μαύρο, μαζί με τις σκοτεινές σκιές, κυριαρχούν στα δύσκολα χρόνια των ναρκωτικών, του ποτού και της απομόνωσης, οι αποχρώσεις του μπλε και του γαλάζιου συνοδεύουν τη γέννηση του «Kind of Blue» (1959), η πράσινη και κίτρινη παλέτα χρησιμοποιείται όταν ο Μάιλς επηρεάζεται από το φλαμένκο και την παραδοσιακή ισπανική μουσική και ηχογραφεί το αριστουργηματικό «Sketches of Spain» (1960), ενώ το ροζ, το φούξια και οι ηλεκτρισμένες γαλάζιες λάμψεις αποτυπώνουν την έκρηξη πειραματισμού που φέρνει το Bitches Brew (1970). Ο Τσίσολμ ενσωματώνει με διακριτικό τρόπο μουσικούς όρους και έννοιες στο σενάριο, χωρίς να προβαίνει σε τεχνικές αναλύσεις που θα αποδυνάμωναν την αφηγηματική ροή. Αντιθέτως, προσκαλεί τον αναγνώστη σε ένα βιωματικό ταξίδι εικόνας και ήχου, προκαλώντας τον να διερευνήσει περαιτέρω το μουσικό σύμπαν του Ντέιβις και της jazz συνολικότερα. Το «Μάιλς Ντέιβις: Αναζητώντας τον Ηχο» δεν ξεκινά από τη γέννηση ή την ακμή της καριέρας του Ντέιβις, αλλά από τη δεκαετία του 1980, όταν επιστρέφει στη σκηνή μετά την περίφημη πενταετή του απόσυρση (1975–1980).
Το graphic novel ανοίγει με τον Davis αποδυναμωμένο, καθισμένο στο γραφείο ενός γιατρού, αμέσως μετά από το εγκεφαλικό που άφησε προσωρινά παράλυτο το δεξί του χέρι. Ο γιατρός τού προτείνει να ξεκινήσει θεραπεία για να ανακτήσει τη λειτουργικότητα του χεριού του και ο Ντέιβις, επιλέγει τη ζωγραφική ως μέσο αποκατάστασης αλλά και έκφρασης. Από αυτό το σημείο ξεκινά η εσωτερική αφήγηση, που γυρίζει πίσω στις απαρχές της ζωής του. Ανατρέχει στην παιδική του ηλικία στο Αλτον του Ιλινόι, στις σπουδές του στη διάσημη σχολή Juilliard (που δεν ολοκλήρωσε ποτέ) και στις νυχτερινές του αποδράσεις στα jazz clubs, όπου αναζητούσε και τελικά κατάφερε να γνωρίσει το είδωλο του, τον Τσάρλι Πάρκερ και εντάχθηκε στο σχήμα του.
Η αφήγηση διατρέχει σχεδόν όλες τις καθοριστικές καλλιτεχνικές φάσεις: την εποχή του «Birth of the Cool» (1949), τις συνεργασίες με τον Gil Evans (1912–1988) και τον Gerry Mulligan (1927–1996), τη δεκαετία του ’50, όταν ηχογραφεί το εμβληματικό «Kind of Blue», με τη συμμετοχή κορυφαίων μουσικών όπως οι Bill Evans, John Coltrane, Cannonball Adderley, Paul Chambers και Jimmy Cobb. Παράλληλα, γινόμαστε μάρτυρες της προσωπικής μάχης του Ντέιβις με τις εξαρτήσεις, μια σκιά που θα παραμείνει παρούσα σε όλη του τη ζωή. Κατά τις δεκαετίες του ’60 και του ’70, ο Davis στρέφεται στον ηλεκτρικό ήχο. Επηρεασμένος από τον Τζίμι Χέντριξ (1942–1970) και σε συνεργασία με τον παραγωγό Teo Macero (1925–2008), ηχογραφεί πολύωρους αυτοσχεδιασμούς και με την τεχνική του ηχητικού «κολάζ» θα μονταριστούν σε έργα όπως το «Bitches Brew», ένα από τα πιο πρωτοποριακά άλμπουμ της jazz. Η επιστροφή του τη δεκαετία του ’80 αποτυπώνεται στο έργο με σκοτεινά, φορτισμένα καρέ, που οδηγούν σταδιακά στην αναγέννησή του ως δημιουργού. Αλμπουμ όπως το «Tutu» (1986), σε συνεργασία με τον μουσικό παραγωγό Marcus Miller, ενσωματώνουν στοιχεία από την jazz, τη funk και το hip hop, αποδεικνύοντας πως ο Davis δεν έπαψε ποτέ να πειραματίζεται, ακόμη και πριν το τέλος.
Ενα από τα πλέον ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά του graphic novel είναι η συνειδητή αποφυγή εξιδανίκευσης της μορφής του Ντέιβις. Ο Τσίσολμ υιοθετεί μια ρεαλιστική προσέγγιση, φωτίζοντας τις σκοτεινές πτυχές της προσωπικότητάς του: τη βίαιη συμπεριφορά του απέναντι στις γυναίκες, τις εξαρτήσεις του και την ανάγκη του για συνεχή σύγκρουση. Αυτά τα στοιχεία δεν αποκρύπτονται. Το έργο δεν διαχωρίζει την καλλιτεχνική ιδιοφυΐα από τις ανθρώπινες αντιφάσεις, αντίθετα, αναδεικνύει την πολυπλοκότητα ενός ανθρώπου που υπήρξε ταυτόχρονα πρωτοπόρος και αντιφατικός.
Η αποδόμηση του μύθου δεν αναιρεί την αξία του έργου του, αλλά προτείνει μια ηθικά και αισθητικά ώριμη πρόσληψή του: η τέχνη του Μάιλς υπήρξε αδιάρρηκτα συνδεδεμένη με τις εσωτερικές του συγκρούσεις. Η δύναμη του graphic novel έγκειται στην αποδοχή αυτής της σύνθετης προσωπικότητας. Υπάρχουν σελίδες όπου ο Ντέιβις κυριολεκτικά διαλύεται μέσα στις γραμμές και τα χρώματα, σαν να χάνει τη σωματική συνοχή του κάτω από το βάρος των εξαρτήσεων και έρχεται συχνά αντιμέτωπος με τον ίδιο του τον εαυτό. Το έργο του Τσίσολμ δεν επιχειρεί να ερμηνεύσει τη μουσική του Μάιλς Ντέιβις, την αποδίδει οπτικά. Κάθε σκηνή λειτουργεί σαν μελωδική φράση, με φυσική ροή, δημιουργώντας μια αφήγηση που θυμίζει μουσική σύνθεση. Αποτυπώνει όχι μόνο τα γεγονότα της ζωής του, αλλά και τον αγώνα του να παραμείνει δημιουργικός. Εστιάζει στη ρευστότητα της ταυτότητάς του, στη συνεχή αμφισβήτηση και την αέναη μεταμόρφωση που χαρακτήρισε την πορεία του. Ο ίδιος έλεγε: «I have to change. It’s like a curse» («Πρέπει να αλλάζω. Είναι σαν κατάρα»). Κάθε του άλμπουμ, υπήρξε ένα ρίσκο, μια τομή, ένα άλμα προς το άγνωστο.
*Το άρθρο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στην έντυπη έκδοση της Εφημερίδας των Συντακτών (01-09-2025)