Sebastião Salgado (1944-2025)
Ο Sebastião Salgado στο ντοκιμαντέρ του Wim Wenders: “Το Αλάτι της Γης” (2014, 110’)
Οταν το 2015 μπήκα στην αίθουσα για να δω το νέο ντοκιμαντέρ του Βιμ Βέντερς που συν-σκηνοθέτησε με τον Juliano Ribeiro Salgado (γιο του Sebastião Salgado), «Το Αλάτι της Γης» (2014, 110’- Ειδικό Βραβείο Κριτικής Επιτροπής στις Κάνες και υποψήφιο για Οσκαρ Καλύτερου Ντοκιμαντέρ στην 87η Τελετή), είχα απόλυτη άγνοια για το ποιος ήταν ο διεθνούς φήμης Βραζιλιάνος φωτογράφος Sebastião Salgado και πόσο σπουδαίο ήταν το έργο του. Καθώς το ντοκιμαντέρ ξετύλιγε ένα μέρος της ζωής του και παρουσίαζε με έναν υπέροχο τρόπο τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες του, κατάλαβα ότι παρακολουθούσα την πολυεπίπεδη δουλειά ενός ανθρώπου που ενώ αποτύπωνε πολλές φορές τη σκληρή πραγματικότητα και την αδικία του κόσμου μας, ταυτόχρονα προσέγγιζε τα θέματά του με έναν ουμανισμό. Το βλέμμα του ήταν καθαρό, φώτιζε τη ζωή των καταπιεσμένων με τη σιωπηλή δύναμη της φωτογραφικής του ματιάς.
Γεννημένος το 1944 στο Aimorés της Βραζιλίας, ο Sebastião Salgado σπούδασε αρχικά οικονομικά και δούλεψε για ένα διάστημα στον Διεθνή Οργανισμό Καφέ. Ωστόσο ένα επαγγελματικό ταξίδι στην Αφρική άλλαξε για πάντα τη ζωή του. Αντικρίζοντας κατάματα τη φτώχεια, την ανισότητα και την ανθρώπινη εκμετάλλευση αποφάσισε ότι έπρεπε να αποτυπώσει μέσα από έναν φωτογραφικό φακό την αλήθεια του. Στα είκοσι εννιά του εγκαταλείπει οριστικά την καριέρα του ως οικονομολόγος και αφοσιώνεται στη φωτογραφία. Ξεκινά το 1973, συνεργαζόμενος αρχικά με τα πρακτορεία Sygma και Gamma, ενώ από το 1979 και για δεκαπέντε χρόνια εντάσσεται στον εμβληματικό συνεταιρισμών φωτογράφων, Magnum Photos. Το 1994 αποχώρησε από τον συνεταιρισμό και μαζί με τη σύζυγό του Lélia Wanick Salgado ίδρυσαν το δικό τους πρακτορείο Amazonas Images στο Παρίσι. Το έργο του συχνά ήταν ένα μακρύ ταξίδι στον χρόνο και στους τόπους. Ταξίδεψε σε περισσότερες από 120 χώρες και μέσα από τον φακό του απαθανάτισε την αλήθεια της στιγμής, της εποχής του και τον παλμό των γεγονότων, δίνοντάς τους όμως μια διαφορετική διάσταση πέρα από την απλή καταγραφή. Στα πρώτα του φωτογραφικά έργα, ο Salgado εστίασε στον άνθρωπο: στους φτωχούς, τους ξεριζωμένους, τους κατατρεγμένους. Οχι ως θύματα, αλλά ως φορείς αξιοπρέπειας μέσα στη δυσκολία, με βλέμματα που δεν ζητούν λύπηση, αλλά κατανόηση.
Στο «Workers», φωτογράφισε τους ανθρώπους του μόχθου, τους εργάτες που σε κάθε άκρη της Γης: «οι ζωές τους συνθλίβονται κάτω από το βάρος ενός κόσμου που παράγει για λίγους και εξαντλεί τους πολλούς»* ενώ στο «Migrations» κατέγραψε τη μετανάστευση και την προσφυγιά ανθρώπων που είτε φεύγουν από τον τόπο τους λόγω του πολέμου είτε γιατί αναζητούν ένα καλύτερο αύριο. Από τον εμφύλιο πόλεμο στη Ρουάντα μέχρι και τη μετακίνηση προς την Αλβανία χιλιάδων Κοσοβάρων που εγκατέλειψαν τις εστίες τους λόγω του Γιουγκοσλαβικού Πόλεμου, ο Salgado φωτογραφίζει με μια βαθιά ανθρώπινη ματιά τις συνέπειες της παγκοσμιοποίησης, των κοινωνικών ανισοτήτων και των πολέμων.
Στο «Sahel», το 1984-1985, κατέγραψε με «Χάνω εντελώς τη συγκέντρωσή μου όταν φωτογραφίζω με χρώμα. Το ασπρόμαυρο είναι μια αφαίρεση, αλλά μια αφαίρεση που σου επιτρέπει να επικεντρωθείς στο σημείο ενδιαφέροντος: στην προσωπικότητα, στις κινήσεις του ανθρώπου», Sebastião Salgado συγκλονιστικό τρόπο τον λιμό που έπληξε την ομώνυμη περιοχή στην Αφρική λόγω ξηρασίας, τις ένοπλες συγκρούσεις στις χώρες του Τσαντ και της Αιθιοπίας. Σε συνεργασία με τους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα, φωτογράφισε τους εκτοπισμένους και την απόγνωση, κάνοντας τις εικόνες του εργαλείο ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης σε παγκόσμιο επίπεδο. Ο Salgado, εξαντλημένος από τις περιηγήσεις και τη δυστυχία που αντίκρισε όλα τα χρόνια της δουλειάς του, απομακρύνθηκε σιγά σιγά από την καταγραφή των ανθρώπων, των προσώπων και του πόνου και μετέθεσε τη ματιά του στη φύση και την οικολογική καταστροφή. Ηδη από τη δεκαετία του 1990, ο Salgado και η σύζυγός του, Λέλια, ξεκίνησαν την προσπάθεια αποκατάστασης ενός κατεστραμμένου τμήματος του Ατλαντικού Δάσους στη Βραζιλία. Το 1998 μετέτρεψαν 17.000 στρέμματα σε προστατευόμενο φυσικό καταφύγιο και ίδρυσαν το Instituto Terra, έναν οργανισμό αφιερωμένο στην αναδάσωση, τη διατήρηση της βιοποικιλότητας και την περιβαλλοντική εκπαίδευση.
Από το 2004 έως το 2011, εργάστηκε πάνω στο «Genesis», ένα φωτογραφικό έργο-ύμνο στην αρχετυπική ομορφιά του κόσμου. Μέσα από το ασπρόμαυρο φιλμ του, απαθανάτισε τοπία και πολιτισμούς που παρέμειναν ανέγγιχτοι από τον εκσυγχρονισμό, κοινότητες που συνεχίζουν να ζουν σύμφωνα με τις παραδόσεις τους, μακριά από την επιρροή του έξω κόσμου. Ο Sebastião Salgado απεβίωσε σε ηλικία ογδόντα ενός ετών, στο Παρίσι στις 23 Μαΐου. Η ματιά του, ο φακός του δεν κατέγραφαν απλώς τον κόσμο ως ένα ειδησεογραφικό γεγονός, αλλά ως μια υπαρξιακή κρίση της ανθρώπινης ταυτότητας. Οι εικόνες του πάντα σε ασπρόμαυρο: «Χάνω εντελώς τη συγκέντρωσή μου όταν φωτογραφίζω με χρώμα», έλεγε. «Το ασπρόμαυρο είναι μια αφαίρεση, αλλά μια αφαίρεση που σου επιτρέπει να επικεντρωθείς στο σημείο ενδιαφέροντος: στην προσωπικότητα, στις κινήσεις του ανθρώπου». Με έντονο κοντράστ και φυσικό φως, τα έργα του αποκάλυπταν τον άνθρωπο μέσα σε σκληρές συνθήκες, όχι για να προκαλέσουν οίκτο, αλλά για να μεταδώσουν ευθύνη, την ευθύνη του θεατή να δει, να κατανοήσει και, τελικά, να αλλάξει τον κόσμο.
Ορισμένοι τον κατηγόρησαν ότι οι φωτογραφίες του εξωράιζαν τη δυστυχία, ότι μέσα από την αισθητική τους δύναμη, «ομόρφαιναν» τον πόνο, καθιστώντας τον εμπορεύσιμο στις μεγάλες γκαλερί του κόσμου. Ο ίδιος απάντησε σε μια συνέντευξή του στην εφημερίδα The Guardian, το 2024: «Γιατί ο φτωχός κόσμος να είναι πιο άσχημος από τον πλούσιο; Το φως εδώ είναι το ίδιο με εκεί. Η αξιοπρέπεια εδώ είναι η ίδια με εκεί». Αυτή η ηθική διάσταση του έργου του με προβλημάτισε κι εμένα, όταν παρακολούθησα το ντοκιμαντέρ του Βέντερς. Σε αυτό το σημείο, η ταινία αποτυγχάνει να ανοίξει -έστω και φευγαλέα- μια τόσο ουσιαστική συζήτηση, όχι μόνο για το έργο του Salgado, αλλά και για το ευρύτερο ερώτημα που διατρέχει όλες τις τέχνες που καταπιάνονται με δύσκολα θέματα και αποκαλύπτουν στον κόσμο τις πολλαπλές αλήθειες των γεγονότων: πού σταματάει η τέχνη και πού αρχίζει η ευθύνη του καλλιτέχνη όταν γίνεται μάρτυρας του πόνου;
Αν, όμως, κανείς κοιτάξει πανοραμικά το έργο του, θα αντιληφθεί ότι υπήρξε ένας χρονικογράφος ενός σύγχρονου κόσμου που διαμορφώνεται και αλλάζει ριζικά μέσα στις δεκαετίες. Κατέγραψε έναν κόσμο που «χτίστηκε» -και συνεχίζει να «χτίζεται»- πάνω στο αίμα των εργατών, στους διωγμούς, στους πολέμους, στην αδιάκοπη καταστροφή της φύσης. Οι φωτογραφίες του μας προκαλούν να δούμε, να αφυπνιστούμε. Δεν είναι μόνο τεκμήρια του παρελθόντος, αλλά παράθυρα προς το μέλλον, προειδοποιήσεις για το πού οδηγούμαστε αν συνεχίσουμε να πορευόμαστε στον ίδιο δρόμο. Ενας φαύλος κύκλος βίας, φθοράς και εξαφάνισης, μέχρι να μη μείνει τίποτα για να φωτογραφηθεί.
*Το αφιέρωμα δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στην έντυπη έκδοση της Εφημερίδας των Συντακτών (07-06-2025)