Γιάννης Σμαραγδής


Αντώνης Μυριαγκός & Γιάννης Σμαραγδής στα γυρίσματα του “Καποδίστρια” (φωτογραφία: Leonidas Zarkos)


OΓιάννης Σμαραγδής αποτελεί ένα ιδιαίτερο και ξεχωριστό κεφάλαιο για τον ελληνικό κινηματογράφο, αλλά και την τηλεόραση. Εχοντας σκηνοθετήσει ντοκιμαντέρ, τηλεταινίες, τηλεοπτικές σειρές και επτά ταινίες μεγάλου μήκους και με την καριέρα του να εκτείνεται σε πέντε δεκαετίες, έχει παραγάγει ένα αμφιλεγόμενο έργο. Το όνομά του έχει συνδεθεί βέβαια κυρίως με τις βιογραφικές του ταινίες που αφορούν εμβληματικές μορφές της ελληνικής ιστορίας και του πολιτισμού. Ταινίες που έχουν γνωρίσει ευρεία απήχηση, αλλά έχουν δεχτεί και αρνητική κριτική, κυρίως ως προς τον τρόπο που διαχειρίζονται τα ιστορικά πρόσωπα.

Ο Δημήτρης Καταλειφός ως Καβάφης

Η πρώτη βιογραφική τηλεταινία του ήταν το «Καλή σου νύχτα, κυρ Αλέξανδρε…» (1981), η οποία αναπαριστούσε στιγμές από τη ζωή ενός από τους σημαντικότερους Ελληνες συγγραφείς, του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Το 1996 μετέφερε στον κινηματογράφο τη ζωή του μεγάλου Ελληνα ποιητή Κωνσταντίνου Καβάφη («Καβάφης»). Στο συγκεκριμένο πορτρέτο, ο Σμαραγδής, αν και δεν ξέφευγε πλήρως από μια απλοϊκή προσέγγιση της ζωής του ποιητή, επιχειρούσε μια διαφορετική βιογραφία που βασιζόταν στην εσωτερική σύγκρουση, δίνοντας παράλληλα μια ποιητική διάσταση στα γεγονότα. Κι ενώ το φαντασιακό του σκηνοθέτη λειτουργούσε σε μεγάλο βαθμό, ο ίδιος δεν αναλωνόταν μόνον στη σκιαγράφηση του Καβάφη ως ενός «αγίου» της ποίησης, αλλά εμβάθυνε στον ψυχισμό του περισσότερο, τουλάχιστον σε σύγκριση με τα μεταγενέστερα έργα του.

Μεσολάβησαν έντεκα χρόνια και ο Σμαραγδής επέστρεψε στον κινηματογράφο με μια ταινία που αποτέλεσε μία από τις μεγαλύτερες εισπρακτικές επιτυχίες του εγχώριου box office, το «Ελ Γκρέκο» (2007). Η ταινία βασιζόταν στο βιβλίο του Δημήτρη Σιατόπουλου «El Greco - Ο ζωγράφος του Θεού» (Ελληνικές Εκδόσεις), μια μυθιστορηματική βιογραφία για τη ζωή του κορυφαίου ζωγράφου Δομήνικου Θεοτοκόπουλου. Αποτέλεσε διεθνή συμπαραγωγή με υψηλό προϋπολογισμό για τα ελληνικά δεδομένα και συνοδεύτηκε από μια πολύ εκτεταμένη διαφημιστική εκστρατεία, ενώ απέσπασε οκτώ βραβεία στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης.

Nick Clark Windo ως El Greco

Από την άτυπη αυτή κινηματογραφική βιογραφική τριλογία του (ή και τετραλογία αν προσθέσουμε τον μεταγενέστερο «Καζαντζάκη») που αφορούσε κορυφαίους δημιουργούς, παρότι κι ο «Καβάφης» είχε αρετές, το «Ελ Γκρέκο» παραμένει η πιο επιτυχημένη του ταινία, τόσο από άποψη παραγωγής, που είναι αισθητά πιο φροντισμένη σε σύγκριση με τις επόμενες, όσο και ως προς την προσέγγιση του κεντρικού χαρακτήρα. Αν και ήδη τότε διακρίνονταν έντονα τα πρώτα σημάδια ενός σινεμά που τείνει προς την αγιογράφηση και την ωραιοποίηση, τονίζοντας τον ηρωισμό και τη θεία ιδιαιτερότητα του ταλέντου με στόχο την εξύψωση του ελληνικού πνεύματος, υπήρχε παρ’ όλα αυτά μια προσπάθεια για περαιτέρω εμβάθυνση. Το φιλμ διαθέτει ρυθμό και προσεγγίζει το θέμα του με μεγαλύτερη προσοχή, αλλά η συμβατική αφήγηση, οι υπερβολές και οι ιστορικές αλλοιώσεις το μετατρέπουν σε εύπεπτο προϊόν, το οποίο, αν και δεν μετατρέπει τον πρωταγωνιστή σε απόλυτα σχηματικό σύμβολο, δείχνει πρωτίστως να νοιάζεται να απευθυνθεί σε ένα εθνικό ακροατήριο που αναζητά επιβεβαίωση και όχι αναστοχασμό.

Ακολούθησε το «Ο Θεός αγαπάει το χαβιάρι» (2012) για τη ζωή του Ιωάννη Βαρβάκη – που δεν γνώρισε την ίδια δημόσια προβολή με το «Ελ Γκρέκο». Το 2017 ο Σμαραγδής αποφάσισε να μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη τη ζωή του Νίκου Καζαντζάκη, ανοίγοντας εκ νέου μεγάλη συζήτηση γύρω από το όνομά του και την ποιότητα της ταινίας. Αν το «Ελ Γκρέκο» και το «Ο Θεός αγαπάει το χαβιάρι» παρουσίαζαν ήδη αρκετά προβληματικά στοιχεία, ο «Καζαντζάκης» μαζί με τη νέα του ταινία «Καποδίστριας» συλλέγουν όλα τα λάθη, τα μεγεθύνουν και δημιουργούν τελικά ένα πολύ συγκεκριμένο μοτίβο αφήγησης και προσέγγισης της Ιστορίας.

Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος ως Καζαντζάκης

Το κυρίαρχο ζήτημα που ανακύπτει από τις ταινίες του είναι πώς αυτές διαχειρίζονται την Ιστορία και καθοδηγούν τον θεατή σε ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Οι ιστορικές ταινίες δεν είναι φορείς εκμάθησης, αλλά μπορούν να λειτουργήσουν ως οχήματα αναστοχασμού του παρόντος μέσω μιας αναπαράστασης του παρελθόντος. Ο Σμαραγδής φαίνεται ότι περισσότερο επιδιώκει όχι τη συνομιλία με το παρελθόν, αλλά μια εξιδανίκευσή του. Με μια παρωχημένη αφήγηση, καταλήγει σε μια επιφανειακή προσέγγιση των σύνθετων ιστορικών ζητημάτων που θίγει και ρίχνει το βάρος του στην αγιοποίηση του ιστορικού προσώπου. Και μέσα από αυτή την εξύμνηση, εξιδανικεύει την ελληνικότητα και δημιουργεί έναν αφηγηματικό μύθο γύρω από τα ιστορικά πρόσωπα, δημιουργώντας έτσι μονοδιάστατους χαρακτήρες, χωρίς κανένα ψυχολογικό βάθος. Δεν υπάρχει ουσιαστική ιστορική διερεύνηση, δεν υπάρχουν αντιφάσεις και οι ιστορικές προσωπικότητες αποκτούν μια μεταφυσική υπόσταση.

Οταν αγιογραφείς, όμως, δεν κρίνεις, και όταν δεν κρίνεις, δεν ανοίγεις διάλογο με την Ιστορία, αλλά ζητάς την άνευ όρων ζητωκραυγή του κοινού. Το έργο του Σμαραγδή ομνύει στην προσωπολατρία, αλλά δεν είναι ανθρωποκεντρικό. Η συλλογικότητα παραγκωνίζεται και το ιστορικό πρόσωπο παίρνει διαστάσεις μύθου, ενός τέλειου όντος που με το χάρισμά του (απόρροια της πίστης του) θα σώσει όλους εμάς και θα μας δείξει τον δρόμο. Το έργο αυτών των σπουδαίων ανθρώπων παρουσιάζεται απλοϊκά, φευγαλέα και οι ίδιοι μετατρέπονται σε σύμβολα, απογυμνωμένα από κάθε τι ανθρώπινο.

Το σινεμά του Σμαραγδή ουσιαστικά κινείται στη σφαίρα του φαντασιακού του σκηνοθέτη που αρέσκεται στη δημιουργία υπερεθνικών συμβόλων, αποζητώντας την αποδοχή του μεγάλου κοινού και των θεσμών και, λόγω αυτού, καταλήγοντας να διαστρεβλώνει την Ιστορία, παρά να την υπηρετεί.

*Το άρθρο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στην έντυπη έκδοση της Εφημερίδας των Συντακτών (27-12-2025)

Next
Next

Sebastião Salgado (1944-2025)