Συνέντευξη Θανάσης Βασιλείου
«Όσο και να προσπαθούμε να αποσιωπήσουμε την ιστορική μνήμη, προβάλλει πάντα μικρές αντιστάσεις.»
ταν ο σκηνοθέτης Θανάσης Βασιλείου επιστρέφει στο διαμέρισμα της παιδικής του ηλικίας μετά τον θάνατο της μητέρας του, βρίσκεται αντιμέτωπος με μυστικά που βαραίνουν την ιστορία όχι μόνο της οικογένειάς του, αλλά ολόκληρης της σύγχρονης Ελλάδας. Ετσι, ξεκινά ένα ταξίδι-προσωπικό ημερολόγιο ανάμεσα στα αόρατα ίχνη που ενώνουν την πόλη και τους ανθρώπους με το παρελθόν τους.
Το ντοκιμαντέρ του Θανάση Βασιλείου, αναπληρωτή καθηγητή Κινηματογραφικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Πουατιέ, όπου διδάσκει θεωρία και πράξη κινηματογράφου και σκηνοθέτη των μικρού μήκους ταινιών «Ιχνη» (2017) και «Η τελευταία μας εβδομάδα» (2016), έκανε πρεμιέρα στο 27ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, όπου κέρδισε το Βραβείο ΕΚΚΟΜΕΔ πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη (Ελληνικό Πρόγραμμα), ενώ απέσπασε επίσης το Χρυσό Στεφάνι της Μεγίστης (GRAND PRIX) αλλά και το Βραβείο «Οδυσσέας» για το καλύτερο ντοκιμαντέρ Ελληνα σκηνοθέτη της Διασποράς στο 10ο Beyond Borders - Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Καστελλορίζου.
Από σήμερα προβάλλεται καθημερινά στον κινηματογράφο «Δαναό», με τις προβολές να συνοδεύονται με Q&A με τους συντελεστές και ειδικούς καλεσμένους, ιστορικούς και μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας. Προβολές θα πραγματοποιηθούν επίσης σε Λάρισα (21/11), Βόλο (22/11), Θεσσαλονίκη (10/12) και Ρέθυμνο (13/12), παρουσία του σκηνοθέτη.
Πώς γεννήθηκε η ιδέα για αυτή την ταινία και με ποιον τρόπο εξελίχθηκε από την αρχική της σύλληψη μέχρι την ολοκλήρωσή της;
Το πρώτο και πιο σημαντικό είναι πως τα πρώτα πλάνα που τράβηξα στο σπίτι δεν προορίζονταν να γίνουν ταινία. Βρέθηκα μπροστά σε μια δύσκολη κατάσταση με μια προβληματική κληρονομιά και φοβήθηκα ότι, αν την αποποιούμουν, θα έχανα το διαμέρισμα στο οποίο είχα μεγαλώσει. Από μια εντελώς ενστικτώδη παρόρμηση, άρχισα τότε να καταγράφω πράγματα με το κινητό μου τηλέφωνο. Δεν υπήρχε καθόλου στο μυαλό μου η ιδέα ότι αυτό θα μπορούσε κάποτε να γίνει ταινία.
Αργότερα, πήγα στη Γαλλία και άρχισα να ξαναβλέπω αυτές τις εικόνες. Βλέποντάς τες, άρχισα να θυμάμαι πράγματα που είχαν συμβεί στις γωνιές που είχα κινηματογραφήσει. Αυτό με οδήγησε να γράψω κείμενα, συνδεδεμένα με τις αναμνήσεις μου από τον άδειο πια χώρο. Σιγά σιγά έφτασα στο κομβικό σημείο που αφορά τον πατέρα μου. Αρχικά όλο αυτό το δούλευα μόνος μου, μόνταρα, έγραφα τον εαυτό μου στο μικρόφωνο, μιλούσα και τραβούσα παράλληλα.
Επειτα, βρήκα κάποιους Γάλλους παραγωγούς και αρχίσαμε να δουλεύουμε την ιδέα ώστε να την καταθέσουμε. Εκείνη την περίοδο προσέγγισα και τον συγγραφέα Χρήστο Χρυσόπουλο, που έγινε και ο συν-σεναριογράφος της ταινίας. Ηταν η πρώτη φορά που άρχισα να έχω συνομιλητές για το project, κάτι που άλλαξε πολύ την ταινία. Το πιο κομβικό σημείο είναι όταν παρουσίασα το project στο Pitching Forum του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ της Θεσσαλονίκης, το 2023, όπου πήρα το βραβείο της ΕΡΤ και έπειτα δουλεύτηκε περαιτέρω στο MFI (Mediterranean Film Institute, MFI Script 2 Film - Doc Lab).
Στο MFI, δουλεύοντας με τους tutors και με άλλα projects, όλοι με πίεσαν -και τελικά το αποδέχτηκα- ότι έπρεπε να μιλήσω με τον πατέρα μου. Είχα έναν τρόπο να παρουσιάζω το project που έκανε τους πάντες μέχρι τότε να νομίζουν ότι ο πατέρας μου είναι νεκρός, επειδή στην πραγματικότητα δεν ήθελα να μπω στη διαδικασία να επικοινωνήσω μαζί του. Τελικά με έπεισαν να του μιλήσω και έτσι η ταινία βρήκε την τελική της μορφή με κάποιες μικρές αλλαγές στην πορεία.
Οταν εξασφαλίσαμε και χρηματοδότηση από το Κέντρο Κινηματογράφου, ξεκίνησα να δουλεύω το μοντάζ με τον Χρόνη Θεοχάρη, τον οποίο επιλέξαμε επειδή είχε εργαστεί με τον Φίλιππο Κουτσαφτή και έχει μεγάλη εμπειρία στο πώς να δουλεύει το voice over. Στον Χρόνη άρεσε πολύ η ταινία οπότε έδωσε και αυτός μετά το δικό του στίγμα, τη δική του πινελιά.
Η έννοια της κληρονομιάς είναι ο πυρήνας της ταινίας. Τι σημαίνει για εσάς «κληρονομιά»;
Η κληρονομιά είναι μια λέξη πολύ σημαντική για την ταινία. Για μένα οι λογαριασμοί είναι μια μορφή κληρονομιάς, μια προβληματική, υλική κληρονομιά. Οι αναμνήσεις, από την άλλη, είναι μια συμβολική, φαντασιακή κληρονομιά. Γι’ αυτό τα βάζω μαζί: για μένα είναι σχεδόν το ίδιο πράγμα. Δημιουργώ μια αντήχηση ανάμεσά τους, επειδή συνδέονται μεταξύ τους από αυτήν τη λέξη: την κληρονομιά.
Η κληρονομιά, ειδικά από την πλευρά του πατέρα μου, είναι μια κληρονομιά απουσίας. Και η απουσία, για ένα παιδί, είναι πάντοτε προβληματική. Οπως λέω και μέσα στην ταινία, χρειάστηκε να καλύψω τα κενά, οπότε φανταζόμουν διάφορα. Στη πορεία, αντιλήφθηκα ότι η ταινία με την ζωή είναι σε ώσμωση. Δηλαδή, παίρνω αποφάσεις για την ταινία που αλλάζουν τη ζωή μου και αποφάσεις που παίρνω για τη ζωή μου που αλλάζουν την ίδια την ταινία. Γι’ αυτό λέω συνήθως ότι πρόκειται για ένα αυτοπορτρέτο, με την έννοια ότι δεν κάνω απλά μια ταινία, αλλά μια ταινία που επηρεάζει την ίδια μου την ζωή.
Πιστεύετε ότι η απόσταση, το γεγονός ότι ζούσατε στο εξωτερικό, σας βοήθησε να δείτε πιο καθαρά το παρελθόν και να το αντιμετωπίσετε διαφορετικά;
Σαφέστατα. Γι’ αυτό υπάρχει και μια σκηνή, η οποία είναι πραγματική, όπου καθώς αναρωτιέμαι για όλα αυτά, μαθαίνω από τη Γαλλία ότι, για να αποκτήσω τη γαλλική υπηκοότητα, πρέπει να επικοινωνήσω με τον πατέρα μου. Αυτός είναι και ο λόγος που υπάρχει στη ταινία η διακριτική παρουσία της Κλοέ, της συζύγου μου, και το μοτίβο του «φεύγω – επιστρέφω». Είναι κάτι που δουλέψαμε πολύ στο MFI κι εκεί συνειδητοποίησα και εγώ ότι δεν θα μπορούσα να μιλήσω για όλα αυτά αν δεν ήμουν μακριά. Αν δεν υπήρχε δηλαδή αυτή η διαδρομή, το ταξίδι.
Επίσης η ταινία είναι γεωγραφικά κατασκευασμένη ανάμεσα σε δύο χώρες. Στην Ελλάδα υπάρχει το βλέμμα, εδώ δούλευα με την κάμερα. Στη Γαλλία, αντίθετα, δούλευα με τον λόγο. Τη μνήμη τη «δουλεύω» σε μια άλλη χώρα, βλέποντας τις εικόνες από απόσταση. Οταν είμαι εδώ, στην Ελλάδα, δεν γράφω τίποτα, κινηματογραφώ. Οταν είμαι εκεί, στη Γαλλία, δεν κινηματογραφώ, γράφω. Ετσι, η ταινία έρχεται να διασταυρώσει δύο οπτικές που έχουν μεταξύ τους μια γεωγραφική απόσταση.
Πολλά αρχειακά υλικά από την περίοδο της επταετίας έχουν ως ηχητική επένδυση ήχους της καθημερινότητας αντί για μια μουσική υπόκρουση. Πώς προέκυψε η ιδέα αυτή;
Χαίρομαι πολύ για αυτή την ερώτηση, γιατί λίγοι το παρατηρούν, ενώ ήταν ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της συζήτησης με τον Κώστα Φυλακτίδη, που έκανε την επιμέλεια του ήχου. Μέχρι σχεδόν την προτελευταία εκδοχή, η ταινία ήταν βουτηγμένη μέσα στη μουσική.
Γιατί, όταν έχεις αρχειακό υλικό, μουσική και αργή κίνηση, ό,τι και να κάνεις βγαίνει ωραίο. Οποτε βάζαμε ένα αρχείο, βάζαμε και μια ωραία μουσική που είχε συνθέσει ο Αρης Καπλανίδης, βλέποντας τα αρχειακό υλικό και ήμουν πολύ ικανοποιημένος. Κάποια στιγμή, όμως, είπα πως δεν ήθελα να το κάνω έτσι, γιατί ένιωθα ότι αυτό αισθητικοποιεί το αρχείο και του δίνει μια αίσθηση μεγαλείου, κάτι το απρόσιτο. Εγώ ήθελα να δω πώς αυτές τις εικόνες μπορούμε να τις δούμε μέσα από την καθημερινότητα του παρόντος.
Γι’ αυτό βάλαμε τελικά βήματα, τον ήχο του τρίποδου όταν στήνω την κάμερα, που είναι πολύ χαρακτηριστικός ή τον ήχο του σκισίματος των φακέλων όταν ανοίγω τους λογαριασμούς. Ηθελα να υπάρχει αυτή η αίσθηση του παρόντος, όχι σε όλα τα αρχεία, αλλά στα περισσότερα. Η αίσθηση της καθημερινότητας, ότι τα αρχεία κατοικούν ακόμη μέσα στην ταινία και μέσα στο δικό μου φαντασιακό.
«Η ιστορία είναι ένα μίγμα ζάχαρης και σήψης». Πείτε μου λίγα λόγια γι’ αυτή την τόσο ποιητική φράση που υπάρχει μέσα στο ντοκιμαντέρ.
Αυτή είναι η φράση που έχει γίνει, από μόνη της, το σλόγκαν της ταινίας, πολλοί μου μιλούν γι’ αυτήν. Είναι μια φράση που μου βγήκε εντελώς αυθόρμητα. Η σκηνή αυτή έχει να κάνει με την τριλογία, με τη σκηνή στο τέλος της Τριλογίας των Αθηνών.
Εκεί, όταν πήγα να κινηματογραφήσω, μπλέχτηκαν δύο μνήμες: η μνήμη με τη μητέρα μου, που τρώω παγωτό και στάζανε τα παγωτά στο έδαφος και η μνήμη που ανακάλυψα μέσα από την έρευνα, ότι σ’ αυτούς ακριβώς τους χώρους οι δικτάτορες γιόρταζαν «επετείους μίσους». Οταν το έμαθα αυτό αργότερα ήταν σαν να μου διαστρέβλωσε την προσωπική γλυκιά ανάμνηση. Πήγα λοιπόν εκεί και ξεκίνησα να κινηματογραφώ την τριλογία και θυμήθηκα τις βόλτες με τη μητέρα μου, τις σταγόνες που έσταζαν.
Κάποια στιγμή, φεύγοντας, είδα ένα νεκρό περιστέρι. Κι εκείνη τη στιγμή, μόλις ξεκίνησα να το κινηματογραφώ, άρχισαν να πέφτουν σταγόνες βροχής. Ολο αυτό βγήκε πολύ αυθόρμητα. Το περιστέρι, κιόλας, είχε ήδη επιβληθεί μέσα στην ταινία ως μορφή, χωρίς να το έχω σχεδιάσει από μόνο του το περιστέρι ήρθε και επιβλήθηκε, σαν να ήθελε να το βάλω μέσα στη ταινία, χωρίς να έχει κάποιο συγκεκριμένο συμβολισμό. Οταν ξεκίνησα να γράφω αυτή τη σκηνή και είχα κάνει το πρώτο μοντάζ και έβαλα το περιστέρι στο τέλος, μετά τις εικόνες αρχείου, κατευθείαν μου ήρθε αυτή η φράση. Ουσιαστικά είναι μια μνήμη που αναμιγνύει και τα δυο: κάτι πολύ ευχάριστο σε προσωπικό επίπεδο αλλά συλλογικά έχει κάτι πολύ δυσάρεστο.
Και έτσι βγήκε αυτή η φράση που είναι πολύ ποιητική και μου έχει κάνει πολύ εντύπωση γιατί και στη Γαλλία, πολλοί φοιτητές που είδαν την ταινία μου μίλησαν γι’ αυτή τη φράση. Μάλιστα, κι ένας ιστορικός, που εργάζεται στα αρχεία της περιφέρειας εκεί στη Γαλλία, μου είπε ότι του άρεσε πολύ αυτή η φράση.
Ποιο θα είναι το επόμενο project;
Το κομμάτι της αποσιωπημένης μνήμης είναι κάτι που με ενδιαφέρει πολύ. Το επόμενο project, που έχω ξεκινήσει έχει πάρει ήδη στήριξη στο στάδιο της γραφής από το ΕΚΚΟΜΕΔ και συνεργάζομαι πάλι με τον Χρήστο Χρυσόπουλο, είναι μια ταινία που ασχολείται με το κάψιμο των φακέλων του 1989 και το κάψιμο της ιστορικής μνήμης.
Δεκαεπτά εκατομμύρια φάκελοι κάηκαν, μόνο δύο χιλιάδες έμειναν στην άκρη. Από τη μία υπάρχει το κάψιμο των φακέλων και από την άλλη η ανακάλυψη των σκελετών στο Επταπύργιο Θεσσαλονίκης, των εκτελεσμένων.
Πρόκειται για δύο εκφάνσεις της ίδιας πολιτικής, του αφανισμού της ιστορικής μνήμης. Οι φάκελοι καίγονται αλλά τελικά δυο χιλιάδες διασώζονται και εξακόσιοι, εφτακόσιοι άνθρωποι αφανίζονται αλλά δυο, τρεις σκελετοί βγαίνουν στην επιφάνεια. Οσο και να προσπαθούμε να αποσιωπήσουμε την ιστορική μνήμη προβάλλει πάντα μικρές αντιστάσεις. Επιπλέον, θέλω να δουλέψω το αν υπάρχει ένα ιστορικό ρακόρ μεταξύ αυτών των δύο γεγονότων.
Μια κόκκινη κλωστή ενώνει το «ΛΟ» με το καινούργιο project μέσα από το κομμάτι της αποσιώπηση της ιστορικής μνήμης.
*Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στην έντυπη έκδοση της Εφημερίδας των Συντακτών (13-11-2025)
INFO: Σκηνοθεσία: Θανάσης Βασιλείου | Σενάριο: Θανάσης Βασιλείου, Χρήστος Χρυσόπουλος | Διεύθυνση φωτογραφίας: Θανάσης Βασιλείου | Μοντάζ: Χρόνης Θεοχάρης | Ηχος: Κώστας Φυλακτίδης | Παραγωγή: Studio Bauhaus | Παραγωγοί: Κωνσταντίνος Βασίλαρος | Συμπαραγωγή: Les films de l’Aube Sauvage, ΕΡΤ | Συμπαραγωγοί: Orlane Dumas, Caroline Le Roy | Αφήγηση: Θανάσης Βασιλείου | Χώρα παραγωγής: Ελλάδα, Γαλλία | Ετος Παραγωγής: 2025 | Διάρκεια: 70’