Συνέντευξη Ηλίας Δημητρίου

“Η εξουσία κρύβεται στις πιο απλές, καθημερινές πράξεις, στη σιωπή.”

Η τρίτη μεγάλου μήκους ταινία του Ηλία Δημητρίου, ο οποίος το 2012 τιμήθηκε με το βραβείο Καλύτερου Πρωτοεμφανιζόμενου Σκηνοθέτη από την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου για το “Fish n’ Chips”, ενώ η επόμενη ταινία του “Smac” (2016) ήταν υποψήφια για τρία βραβεία της ΕΑΚ και κέρδισε εκείνο του Α’ Γυναικείου Ρόλου (Ευαγγελία Ανδρεαδάκη), έκανε την ελληνική της πρεμιέρα 66ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, στο τμήμα First Run.

Η νέα του ταινία αφηγείται την ιστορία της Maricel, μιας Φιλιππινέζας οικιακή βοηθός που καλείται να αναλάβει τη φροντίδα ενός ηλικιωμένου ζευγαριού σε ένα ορεινό χωριό της Κύπρου. Κάτι που μοιάζει απλό εξελίσσεται σε ένα αθέατο παιχνίδι εξουσίας, κατά το οποίο οι ισορροπίες κλονίζονται και τα όρια ανάμεσα στην ανάγκη, στον φόβο και στην τρυφερότητα θολώνουν επικίνδυνα.

● Το θέμα της εξουσίας και η λεπτή γραμμή ανάμεσα στην προσφορά υπηρεσίας και τη σύγχρονη δουλεία διερευνώνται μέσα από τη σχέση της Maricel με το ηλικιωμένο ζευγάρι. Πείτε μας λίγα λόγια γιατί αποφασίσατε να ασχοληθείτε με ένα τέτοιο ζήτημα και να το αναδείξετε μέσα από τη μυθοπλασία.

Ο,τι με ώθησε να ασχοληθώ με το ζήτημα της εξουσίας και της λεπτής γραμμής ανάμεσα στην προσφορά υπηρεσίας και τη σύγχρονη δουλεία ήταν η προσωπική μου εμπειρία και η ανάγκη να φωτίσω μια πραγματικότητα που συχνά παραμένει αθέατη. Οι γονείς μου είχαν χρόνια μια οικιακή βοηθό από τις Φιλιππίνες. Ετσι γνώρισα από κοντά τον κόσμο αυτών των γυναικών, τις αγωνίες, τη μοναξιά, αλλά και την αξιοπρέπεια με την οποία υπηρετούν ανθρώπους που γίνονται σιγά σιγά «οικογένειά» τους, χωρίς όμως ποτέ να τους ανήκουν πραγματικά. Εμαθα λοιπόν πως η εξουσία δεν εκφράζεται μόνο με καταναγκασμό, αλλά και στις πιο απλές, καθημερινές πράξεις, μέσα από τη σιωπή, την εξάρτηση και την ανάγκη για αποδοχή. H ταινία επιχειρεί να αναδείξει ακριβώς αυτή την γκρίζα ζώνη. Εκεί όπου η φροντίδα μετατρέπεται άθελά της σε υποτέλεια και η ευγνωμοσύνη σε φόβο. Δεν με ενδιέφερε να κρίνω ή να καταγγείλω, αλλά να δείξω τη συναισθηματική πολυπλοκότητα αυτής της σχέσης, το πώς η εξουσία μπορεί να εναλλάσσεται αθόρυβα ανάμεσα στους ανθρώπους. Και το λέω αυτό γιατί τα τελευταία χρόνια, καθώς οι γονείς μου μεγάλωσαν πολύ και δεν μπορούσαν να αυτοεξυπηρετηθούν, η οικιακή βοηθός είχε πάρει την εξουσία του χώρου στα χέρια της, σε τέτοιο σημείο που η δική μου παρουσία στο σπίτι ήταν ως φιλοξενούμενου. Η μυθοπλασία, με τον δικό της τρόπο, μου έδωσε τη δυνατότητα να διεισδύσω πιο βαθιά στα συναισθήματα και στις αντιφάσεις των χαρακτήρων, να δώσω φωνή σε όσους συνήθως μένουν αόρατοι. Ηθελα το κοινό να αναγνωρίσει κάτι από τον εαυτό του μέσα σε αυτή τη σχέση, να αναρωτηθεί ποιος υπηρετεί ποιον τελικά.

● Η ταινία παρουσιάζει την κοινότητα των Φιλιππινέζων, τη γλώσσα, τις δυσκολίες στην επικοινωνία με τους δικούς τους και τη μεταξύ τους συσπείρωση. Πείτε μας λίγα λόγια για την έρευνα και τον τρόπο με τον οποίο επιδιώξατε να αποδώσετε ρεαλιστικά αυτή την πραγματικότητα στην οθόνη.

Zar Donato

Πρέπει κατ’ αρχάς να πούμε ότι στην Κύπρο, όπου διαδραματίζεται η ταινία, σχεδόν κάθε οικογένεια έχει ή κάποια στιγμή είχε στη διάθεσή της μια «Φιλιππινέζα» - το βάζω σε εισαγωγικά γιατί ακόμα και αν μια εργαζόμενη κοπέλα προέρχεται από άλλη, συνήθως ασιατική χώρα (Βιετνάμ, Σρι Λάνκα, Μπανγκλαντές) αυτός ο όρος έχει επικρατήσει ως συνώνυμο της οικιακής βοηθού. Επομένως για μένα, ο ρεαλισμός στη «Maricel» δεν ήταν μόνο αισθητική επιλογή, αλλά βαθιά ανάγκη. Από την αρχή ήξερα ότι αν η ταινία ήθελε να μιλήσει ειλικρινά για τον κόσμο των Φιλιππινέζων γυναικών στην Κύπρο, έπρεπε πρώτα να τον κατανοήσει εκ των έσω.

Με τη Φιλιππινέζα οικιακή βοηθό, η οποία υπήρξε ουσιαστικό μέλος της οικογένειάς μου, αναπτύξαμε πολύ φιλική σχέση και μέσα από αμέτρητες συζητήσεις με άλλες γυναίκες, από τις Φιλιππίνες κυρίως, φίλες της, τα παιδιά της, ακόμη και τους γονείς που άφησαν πίσω, άρχισα να συνθέτω ένα μωσαϊκό εμπειριών, συναισθημάτων και αντιθέσεων. Ετσι, πολλά από τα γεγονότα και τις συμπεριφορές που βλέπουμε στην ταινία βασίζονται σε αληθινές ιστορίες, αλλά πάντα φιλτραρισμένες μέσα από τη μυθοπλασία, με σεβασμό στους ανθρώπους που τις ενέπνευσαν.

Η κοινότητα των Φιλιππινέζων στην Κύπρο έχει έναν πολύ ιδιαίτερο εσωτερικό κόσμο, τραγουδούν τα δικά τους τραγούδια, μαγειρεύουν τα δικά τους φαγητά, κρατούν ζωντανές τις παραδόσεις τους, αλλά ταυτόχρονα βιώνουν την απόσταση, τη νοσταλγία και τη δυσκολία επικοινωνίας με την πατρίδα ακόμα και σήμερα που η άκοπη χρήση κινητού θεωρητικά θα έπρεπε να έχει λύσει πολλά από αυτά τα προβλήματα.

Ηταν σημαντικό λοιπόν για μένα αυτό να αποδοθεί με αυθεντικότητα και τρυφερότητα. Για τον λόγο αυτό, συνεργάστηκα στενά με αυτές τις γυναίκες, που ήταν σύμβουλοι ή και συμμετέχουσες στην ταινία ως δεύτεροι ρόλοι ή ως βοηθητικοί ηθοποιοί. Ο στόχος μου δεν ήταν να εξηγήσω ή να περιγράψω αυτή την κοινότητα, αλλά να την κάνω ορατή, μακριά από στερεότυπα. Γιατί πίσω από κάθε πρόσφυγα ή μετανάστη υπάρχει μια ιστορία που αξίζει να ακουστεί.

● Κάτω από το πέπλο της εξουσίας υπάρχει και η μοναξιά που βιώνουν οι ήρωες, η Maricel μακριά από την οικογένειά της και το ηλικιωμένο ζευγάρι απομονωμένο στο χωριό. Γιατί επιλέξατε να δημιουργήσετε αυτή τη σύνδεση ανάμεσά τους;

Η μοναξιά είναι για μένα ο σιωπηλός πυρήνας της ταινίας. Πέρα από τα ζητήματα εξουσίας, εξάρτησης ή πολιτισμικών διαφορών, ό,τι πραγματικά ενώνει τους ήρωες είναι η βαθιά τους ανάγκη για ανθρώπινη επαφή, η επιθυμία να τους δει και να τους ακούσει κάποιος.

Ηθελα λοιπόν η σχέση ανάμεσα στη Maricel και το ηλικιωμένο ζευγάρι να λειτουργεί σαν καθρέφτης: τρεις άνθρωποι από διαφορετικούς κόσμους, που όμως κουβαλούν την ίδια υπαρξιακή μοναξιά. Η Maricel έχει αφήσει πίσω την οικογένειά της, το παιδί της και ζει μέσα σε ένα ξένο σπίτι όπου ο ρόλος της καθορίζεται από τις ανάγκες των άλλων. Το ηλικιωμένο ζευγάρι, από την άλλη, έχει αποκοπεί σιγά σιγά από τη ζωή καθώς τα δύο παιδιά τους στην πραγματικότητα τους έχουν ξεχάσει. Η ζωή τον χειμώνα στα ορεινά χωριά της Κύπρου χαρακτηρίζεται από μοναξιά και εγκατάλειψη.

Αυτό λοιπόν που επιδίωξα τόσο στο σενάριο όσο και στις πρόβες αργότερα με τους ηθοποιούς ήταν πως, παρ' ότι όλοι τους ξεκινούν από θέσεις άνισες, σιγά σιγά δημιουργούν μια σχέση σχεδόν οικογενειακή, βασισμένη όχι στην εξουσία αλλά στην κοινή τους τρωτότητα. Εκεί που η εξάρτηση μετατρέπεται σε εμπιστοσύνη, εκεί που το καθήκον γίνεται συντροφικότητα, γεννιέται κάτι αληθινά ανθρώπινο.

Ντίνος Λύρας & Zar Donato

Ετσι, η ταινία δεν είναι μόνο μια ιστορία για την εκμετάλλευση ή τη διαφορά τάξης. Είναι, πάνω απ’ όλα, μια ιστορία για τρεις ανθρώπους που παλεύουν να επικοινωνήσουν μέσα από τον φόβο, την ενοχή και την απομόνωση. Κι ίσως, μέσα από τη σύγκρουσή τους, να αγγίξουν για λίγο ο ένας τον άλλον, σαν μια μικρή λύτρωση μέσα στη σιωπή τους. Ηθελα λοιπόν αυτή η σύνδεση να δείχνει ότι πίσω από κάθε μορφή εξουσίας υπάρχει πάντα μια ανάγκη για αγάπη και επικοινωνία που δεν βρίσκει τρόπο να εκφραστεί. Αυτό το ανθρώπινο άγγιγμα, η εύθραυστη στιγμή που δύο ξένοι αναγνωρίζουν ο ένας τη μοναξιά του άλλου, είναι για μένα η ουσία της ταινίας. Είναι εκεί όπου ο κινηματογράφος παύει να αφηγείται ιστορίες και αρχίζει να μιλά για την ίδια την ύπαρξη.

● Εχοντας ήδη σκηνοθετήσει δύο μεγάλου μήκους ταινίες, πώς προσεγγίσατε τη νέα σας ταινία; Ποιες ήταν οι βασικές προκλήσεις και σε τι διέφερε η εμπειρία, τόσο στην προετοιμασία όσο και στα γυρίσματα, σε σχέση με τα προηγούμενα έργα σας;

Κάθε ταινία είναι για μένα μια νέα αρχή, μια διαφορετική διαδρομή μέσα από τον κόσμο των ανθρώπων και των συναισθημάτων τους. Μετά το «Fish n’ Chips» και το «Smac», που είχαν επίσης στο επίκεντρό τους τη μοναξιά, την αξιοπρέπεια και την ανάγκη για αποδοχή, η «Maricel» ήρθε ως ένα φυσικό αλλά πιο εσωτερικό βήμα.

Εδώ, η πρόκληση δεν ήταν τόσο η αφήγηση μιας ιστορίας όσο η απόδοση μιας ατμόσφαιρας, ενός κόσμου που ζει στα όρια της σιωπής. Στις προηγούμενες ταινίες, οι ήρωες κινούνταν πιο έντονα μέσα στην κοινωνία. Στη «Maricel», ήθελα η κάμερα να εστιάσει στην εσωτερική τους ζωή, στα βλέμματα, στις παύσεις, σε όσα δεν λέγονται. Αυτή η στροφή προς το εσωτερικό απαιτούσε διαφορετικό ρυθμό, διαφορετική υπομονή και διαφορετική σκηνοθετική «αναπνοή».

Ετσι, επέλεξα μια πιο λιτή, «αόρατη» κινηματογράφηση, με σταθερή κάμερα, φυσικό φως και ήπιες κινήσεις. Ηθελα η εικόνα να αφήνει χώρο στους ηθοποιούς και στο συναίσθημα, χωρίς επιτήδευση ή εντυπωσιασμούς. Η μεγαλύτερη πρόκληση ήταν να διατηρήσω αυτή την ευθραυστότητα καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας ώστε να μη χαθεί ποτέ η αλήθεια των χαρακτήρων μέσα στη δραματουργία. Αυτό επίσης που διέφερε περισσότερο αυτή τη φορά ήταν ο ρυθμός. Η «Maricel» με ανάγκασε να επιβραδύνω, να ακούσω περισσότερο, να αφήσω τον χρόνο να «δουλέψει» πάνω στους χαρακτήρες και στις σιωπές τους. Ηταν μια ταινία που με δίδαξε να «σκηνοθετώ» λιγότερο και να παρατηρώ περισσότερο.

● Τι σημαίνει για εσάς η προβολή της ταινίας σας στο 66ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, στο τμήμα First Run, και ποια είναι τα επόμενα βήματα για την ταινία και τα σκηνοθετικά σας σχέδια;

Η ελληνική πρεμιέρα στο 66ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης ήταν για μένα μια ιδιαίτερα συγκινητική στιγμή. Επειτα από δύο μεγάλου μήκους ταινίες, είναι όμορφο αλλά και συγκινητικό να βλέπεις το έργο σου να συναντά ξανά το κοινό μέσα σε έναν χώρο που υπήρξε καθοριστικός για την πορεία μου ως δημιουργού.

Λένια Σορόκου & Zar Donato

Ταυτόχρονα, η εμπειρία αυτή είναι και μια υπενθύμιση μιας σκληρής αλήθειας: δυστυχώς, ύστερα από δύο ταινίες, με την τρίτη γίνεσαι ξανά αόρατος. Τα περισσότερα φεστιβάλ δίνουν χώρο στους νέους δημιουργούς, στις πρώτες ή δεύτερες δουλειές τους κι έτσι, η αναγνώριση σε αυτό το στάδιο αποκτά για μένα ακόμα μεγαλύτερη αξία καθώς έχει και μεγαλύτερο βαθμό δυσκολίας. Οσον αφορά τα επόμενα βήματα της ταινίας, την έχουμε υποβάλει σε διάφορα διεθνή φεστιβάλ και περιμένουμε απαντήσεις. Παράλληλα, έχουμε εξασφάλιση της διανομής της σε Ελλάδα και Κύπρο από τη Feelgood. Και φυσικά σε περίπου ένα με δύο χρόνια από τώρα θα προβληθεί και από την ΕΡΤ καθώς είναι συμπαραγωγός. Σε δημιουργικό επίπεδο, ήδη προετοιμάζω την επόμενη ταινία, μου με τίτλο «Emergency Lane» («Λωρίδα Εκτακτης Ανάγκης»). Θα είναι μια ταινία που επιστρέφει στην καρδιά της θεματικής που με απασχολεί συνεχώς. Την οικογένεια ως μικρογραφία μιας κοινωνίας που αλλάζει βίαια. Αυτή τη φορά, μέσα από ένα ταξίδι με αυτοκίνητο που μετατρέπεται σταδιακά σε ψυχολογικό θρίλερ εγκλωβισμού. Αν η «Maricel» ήταν μια ταινία για τη φροντίδα, την εξάρτηση και την ανάγκη για ανθρώπινη επαφή, το «Emergency Lane» θα είναι μια ταινία για το τι συμβαίνει όταν αυτές οι σχέσεις φτάνουν στο όριο.

INFO:
Maricel, Κύπρος, Ελλάδα, 120’, 2025 | Σκηνοθεσία: Ηλίας Δημητρίου | Ηθοποιοί: Zar Donato, Ντίνος Λύρας, Λένια Σορόκου, Διομήδης Κουφτερός, Δάφνη Αλεξάντερ | Σενάριο: Ηλίας Δημητρίου |Διεύθυνση φωτογραφίας: Γιώργος Γιαννέλης | Μοντάζ: Πάνος Βουτσαράς | Μουσική: Αντρέας Δημητρίου | Ήχος: Αλίκη Παναγή, Σταύρος Αβρααμίδης, Κώστας Βαρυμποπιώτης | Σκηνικά: Εδουάρδος Γεωργίου | Μακιγιάζ: Στεφανή Παναγή, Annita Burghila | Κοστούμια: Νότης Παναγιώτου | Παραγωγοί: Μόνικα Νικολαϊδου, Μαρία Δρανδάκη, Ηλίας Δημητρίου | Παραγωγή: Filmblades, Homemade Films, Ammos Films | Συμπαραγωγή: Υφυπουργείο Πολιτισμού Κύπρου, ΕΚΚΟΜΕΔ (Co-Production Window: Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας «Ελλάδα 2.0»), ΕΡΤ | Ελληνική διανομή: Feelgood Entertainment 

*Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στην έντυπη έκδοση της Εφημερίδας των Συντακτών (22-11-2025)

Next
Next

Συνέντευξη Θανάσης Βασιλείου