Η ΜακΚάλερς, ο Χιούστον και τα Είδωλα της Ψυχής

Αριστερά: Ανταύγειες σε Χρυσά μάτια

Μετάφραση: Έφη Τσιρώνη
Εκδόσεις: Διόπτρα
Σελ: 192
Δεξιά: Αφίσα της ταινίας του Τζον Χιούστον με τους Μάρλον Μπράντο, Ελίζαμπεθ

Το 1941, η Κάρσον ΜακΚάλερς (1927-1967), μόλις 24 ετών και ήδη γνωστή από το υπέροχο ντεμπούτο της «Η καρδιά κυνηγάει μονάχη» («The Heart is a Lonely Hunter», εκδ. Διόπτρα, μτφ. Μιχάλης Μακρόπουλος), εκδίδει το δεύτερο μυθιστόρημά της: «Ανταύγειες σε χρυσά μάτια» («Reflections in a Golden Eye») – το οποίο στην Ελλάδα κυκλοφόρησε το 2009 από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, σε μετάφραση Κωνσταντίνας Τριανταφυλλοπούλου, και επανεκδόθηκε το 2023 από τη Διόπτρα, σε μετάφραση Εφης Τσιρώνη.

Διαδραματίζεται σε μια στρατιωτική βάση του Αμερικανικού Νότου και είναι ένα έργο βαθιά σκοτεινό, ένα καταπληκτικό ψυχογράφημα που, με μια γλώσσα διαχρονική όσο και σύγχρονη, καταπιάνεται με θέματα όπως η μοναξιά, η σεξουαλική καταπίεση, η ανάγκη για αποδοχή αλλά και η περιθωριοποίηση, αποτελώντας μια σπουδή πάνω στη σιωπηλή οδύνη της καταπιεσμένης επιθυμίας. Με γλώσσα υπαινικτική, η ΜακΚάλερς μιλάει για θέματα ταμπού στην εποχή της, όπως η ομοφυλοφιλία και φέρνει στο προσκήνιο ανθρώπους εγκλωβισμένους, εξερευνώντας τις επιπτώσεις του να πρέπει κανείς να προσποιείται και να συμβιβάζεται για να γίνει αποδεκτός από την κοινωνία.

Στο επίκεντρο της ιστορίας βρίσκεται ο λοχαγός Γουέλντον Πέντερτον, ένας άνδρας σε βαθιά ρήξη με τον εαυτό του. Αντιμέτωπος με τις ομοφυλοφιλικές του τάσεις, προσπαθεί μάταια να διατηρήσει τον έλεγχο σε μια ζωή που ξεγλιστρά από τα χέρια του. Η σύζυγός του, Λενόρα, διατηρεί σχέση με τον γείτονά τους τον Λάνγκτον, ο οποίος ζει με τη γυναίκα του Αλισον, μια εύθραυστη, βαθιά καταθλιπτική φιγούρα, που πενθεί τον χαμό του παιδιού της και βρίσκει παρηγοριά στον οικονόμο της, τον ευαίσθητο Φιλιππινέζο Ανακλέτο. Συνδετικός κρίκος ανάμεσα σε όλους αυτούς, ο νεαρός στρατιώτης Γούιλιαμς: σεξουαλικά καταπιεσμένος, παθαίνει εμμονή με τη Λενόρα, ενώ ο Γουέλντον μαγνητίζεται από την ομορφιά του και έρχεται αντιμέτωπος με τη δική του καταπιεσμένη σεξουαλικότητα.

Το μυθιστόρημα της ΜακΚάλερς ανήκει στο ρεύμα του Southern Gothic, όχι μόνο λόγω του γεωγραφικού και κοινωνικού του πλαισίου, αλλά κυρίως εξαιτίας της συναισθηματικής και ψυχολογικής έντασης που το διατρέχει. H γραφή της λιτή, περιγράφει με υπέροχο τρόπο τη φύση: τοπία σκοτεινά, σχεδόν απειλητικά, αντανακλούν την ψυχική κατάσταση των ηρώων, ενώ οι λίγοι και απλοί διάλογοί της καταφέρνουν να κάνουν μια χειρουργική τομή στους χαρακτήρες της, αποκαλύπτοντας με λεπτομέρεια τον ψυχικό τους κόσμο. Το μυθιστόρημά της αλλά και όλο της το έργο αντανακλά και τη δική της προσωπική ζωή που χαρακτηρίστηκε επίσης από έντονες, αλλά συχνά μη ανταποδιδόμενες, ερωτικές σχέσεις με γυναίκες. Η ΜακΚάλερς πάλευε και η ίδια όπως και οι χαρακτήρες της με το δικό της είδωλο στον καθρέφτη.

Μάρλον Μπράντο - Αρχικά, το φιλμ κυκλοφόρησε με ένα φίλτρο σε αποχρώσεις χρυσού.

Δεν είναι τυχαίο ότι το βιβλίο της μεταφέρθηκε το 1967 στον κινηματογράφο από τον Τζον Χιούστον. Ο Χιούστον ήταν ήδη ένας καταξιωμένος σκηνοθέτης, με το μεγαλύτερο μέρος της φιλμογραφίας του να αποτελείται από διασκευές λογοτεχνικών έργων. Στο «Ανταύγειες σε χρυσά μάτια» («Reflections in a Golden Eye», 108΄) ξεδιπλώνει όλο του το ταλέντο και, με το λιτό σκηνοθετικό ύφος του, καταφέρνει να αποδώσει με ακρίβεια την ατμόσφαιρα και την ουσία του βιβλίου. Η ταινία διατηρεί σχεδόν αναλλοίωτη την πλοκή του έργου, εστιάζοντας περισσότερο στη σιωπή των χαρακτήρων, σε όσα δεν λέγονται, αλλά υπονοούνται. Οι ταινίες του Τζον Χιούστον χαρακτηρίζονται από μια σπάνια διορατικότητα στη φύση και τα διλήμματα του ανθρώπου, διατηρώντας μια καθαρή, συχνά αμείλικτη ματιά στην ανθρώπινη φύση. Στις ταινίες του οι άνθρωποι αναζητούν την πίστη, την αλήθεια, την ελευθερία και την προσωπική τους ταυτότητα, μέσα σε έναν κόσμο που συχνά είναι κατεστραμμένος ή τείνει προς την καταστροφή.

Το δάσος στην ταινία αποκτά πρωταγωνιστικό ρόλο, σε αντίθεση με τη χαμηλότονη παρουσία του στο βιβλίο της ΜακΚάλερς. Η φύση, ζωηρή και πολύχρωμη τη μέρα, αποπνέει παράλληλα σκληρότητα και απειλή, με δέντρα και θάμνους που δεν προσφέρουν καταφύγιο. Στο απόλυτο σκοτάδι, ο ίδιος χώρος που τη μέρα έμοιαζε να προσφέρει λύτρωση στην ψυχή των χαρακτήρων, γίνεται ένα αδιαπέραστο τείχος που περιβάλλει ασφυκτικά το στρατόπεδο. Δεν υπάρχει διέξοδος. Οι πρωταγωνιστές παγιδεύονται στον μικρόκοσμό τους, στους προσποιητούς εαυτούς τους, ανήμποροι να ξεφύγουν από τις αλυσίδες των κοινωνικών πιέσεων και τις εσωτερικές τους συγκρούσεις. Ο Χιούστον δημιουργεί μια γοτθική ατμόσφαιρα, με το σκοτάδι, τις σκιές και τον ήχο του ανέμου να καθρεφτίζουν τη συναισθηματική ένταση. Ο Χιούστον αφήνει την κάμερα να «μιλήσει», η αποστασιοποιημένη σκηνοθετική του ματιά θυμίζει την ηδονοβλεπτική τάση του στρατιώτη Γουίλιαμς. Οπως και στο βιβλίο, η ταινία χρησιμοποιεί τον Γουίλιαμς ως σιωπηλό παρατηρητή, που με το βλέμμα του αναδεικνύει την ουσία των άλλων χαρακτήρων. Στην ταινία, η ματιά του δεν περιορίζεται απλώς στο να καταγράφει τις εξωτερικές κινήσεις των προσώπων γύρω του, μέσα από τα μάτια του, ξεδιπλώνονται οι κρυφές πλευρές των χαρακτήρων, τα μυστικά που κουβαλούν και τα πάθη που κρύβονται στα σκοτεινά τους βάθη. Είναι χαρακτηριστική η σκηνή όπου μέσα στο μάτι του καθρεφτίζεται-αντανακλάται η γυμνή Λενόρα.

Είναι χαρακτηριστική η σκηνή όπου μέσα στο μάτι του καθρεφτίζεται-αντανακλάται η γυμνή Λενόρα.

Οι καθρέφτες και οι αντανακλάσεις τους παίζουν καθοριστικό ρόλο στο έργο του Χιούστον. Χρησιμοποιούνται ως σύμβολα εσωτερικής σύγκρουσης, με τον Γουέλντον να έρχεται διαρκώς αντιμέτωπος με το είδωλό του και τον κατακερματισμένο εαυτό του. Η εικόνα του στον καθρέφτη λειτουργεί ως φορέας αποξένωσης, αποκαλύπτοντας τη βαθιά ψυχική του διάβρωση. Ο καθρέφτης γίνεται εργαλείο αναστοχασμού και αυτογνωσίας, όπου η αλήθεια του εσωτερικού κόσμου συγκρούεται με τις κοινωνικές προσδοκίες και τις προσωπικές αυταπάτες. Ο Μάρλον Μπράντο, στον ρόλο του Γουέλντον, αποδεικνύει ακόμα μια φορά την αξεπέραστη ερμηνευτική του δύναμη. Με ελάχιστες κινήσεις, λεπτές εκφράσεις και βουβά ξεσπάσματα, αποδίδει την καταπιεσμένη επιθυμία και τον εσωτερικό πόνο του χαρακτήρα. Η πάλη ανάμεσα στο ποιος είναι και ποιος θα ήθελε να είναι, αποτυπώνεται σε κάθε του σκηνή. Οπως και στο βιβλίο, η ψυχολογική κατάρρευση του Γουέλντον είναι σταδιακή αλλά αναπόφευκτη – μια αποσύνθεση που, στην ταινία, αποτυπώνεται όχι με λέξεις αλλά με το σώμα, τη φωνή και την ερμηνευτική παρουσία του Μπράντο.

Ακόμα, στην ταινία η Ελίζαμπεθ Τέιλορ και ο Zorro David ξεχωρίζουν στους ρόλους τους. Η Τέιλορ πληθωρική, ενσαρκώνει με τόλμη και γεμάτη ένταση τη Λενόρα. Μια όμορφη, παγερή γυναίκα, που μισεί τον άντρα της και τον περιφρονεί. Αναζητά μάταια την αγάπη και την αποδοχή, βυθισμένη σε μια υπαρξιακή κενότητα, που την κάνει να μοιάζει με ένα άδειο κέλυφος. Ενώ ο Φιλιππινέζος Zorro David, στον μοναδικό ρόλο της καριέρας του –έπειτα έγινε ζωγράφος του αφηρημένου εξπρεσιονισμού–, ερμηνεύει με ειλικρίνεια τον Ανακλέτο, έναν queer χαρακτήρα που μέσα στο σύμπαν της ταινίας, όπου όλοι προσποιούνται και κατασκευάζουν μια ψεύτικη εικόνα για τον εαυτό τους, παραμένει η μοναδική αληθινή παρουσία. Δεν προσποιείται, δεν διστάζει να εκθέσει την πραγματική του φύση και, για αυτόν ακριβώς τον λόγο, όπως και στο βιβλίο, καταφρονείται και μισείται από τους γύρω του. Ιδίως οι άντρες, βλέποντας σε εκείνον τη μαλθακότητα και την αποστροφή τους για την ομοφυλοφιλία, τον απορρίπτουν και τον περιθωριοποιούν, ανίκανοι να δεχτούν την αυθεντικότητά του. Η αλήθεια του Ανακλέτο τον καθιστά, εν τέλει, μια ριζική αντίθεση προς τις κοινωνικές συμβάσεις και τους φόβους των άλλων.

Αν και σήμερα τα ζητήματα που πραγματεύεται η ταινία ενδέχεται να φαίνονται σε κάποιους θεατές ξεπερασμένα –ιδίως εν μέσω της ενίσχυσης της queer κινηματογραφικής φωνής και της ευρύτερης αποδοχής θεμάτων φύλου και σεξουαλικότητας–, δεν πρέπει να παραγνωρίζεται το πλαίσιο στο οποίο δημιουργήθηκε. Παρά τη συμμετοχή ενός λαμπερού καστ, η ταινία απέτυχε εμπορικά και αντιμετωπίστηκε με επιφυλακτικότητα από την κριτική. Το μυθιστόρημα της Κάρσον ΜακΚάλερς, που εκδόθηκε το 1941, πραγματεύεται ζητήματα που τότε θεωρούνταν βαθιά ταμπού, σε μια Αμερική απρόθυμη να τα αναγνωρίσει. Οταν η κινηματογραφική μεταφορά του έργου κυκλοφόρησε, είκοσι έξι χρόνια αργότερα, η κοινωνική πρόοδος γύρω από αυτά τα θέματα αποδείχθηκε ελάχιστη. Ο Κώδικας Χέις –ένα σύστημα λογοκρισίας που περιόριζε κάθε σαφή αναφορά σε θέματα όπως η ομοφυλοφιλία– βρισκόταν ακόμη σε ισχύ, επιβεβαιώνοντας τη διαρκή καταπίεση και τη θεσμική αποσιώπηση της διαφορετικότητας.

*Η άρθρο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στην έντυπη έκδοση της Εφημερίδας των Συντακτών (05-05-2025)

Αριστερά: Κάρσον ΜακΚάλλερς
Δεξιά: Τζον Χιούστον

Previous
Previous

Καπιταλισμός, μοναξιά και αποξένωση σε ένα call center του Λονδίνου

Next
Next

Τα Χρώματα και οι μυστικές ζωές τους