«Sonny Boy»: Η ζωή πίσω από τον μύθο

Al Pacino: Sonny Boy

Μετάφραση: Κατερίνα Μποσινάκη
Επιμέλεια: Νίκος Αγγελής
Εκδόσεις: Key Books
Σελ: 304

Ο Αλ Πατσίνο συγκαταλέγεται δικαίως ανάμεσα στους πιο επιδραστικούς και σπουδαίους ηθοποιούς που πέρασαν ποτέ από τον κινηματογράφο αλλά και το θέατρο. Με μια καριέρα που διαρκεί πάνω από πέντε δεκαετίες, ο Πατσίνο ήταν οκτώ φορές υποψήφιος για Οσκαρ και κατάφερε να κερδίσει το χρυσό αγαλματίδιο το 1992 για την ταινία του Μάρτιν Μπρεστ «Αρωμα γυναίκας» (Α’ Ανδρικός Ρόλος). Επιπλέον, έχει κερδίσει δύο βραβεία Τόνυ για τη θεατρική του παρουσία και ένα βραβείο Ομπι για την παράσταση του Ισραελ Χόροβιτς (1939-2020) «The Indian Wants the Bronx», όπου συμπρωταγωνίστησε με τον στενό του φίλο και συνεργάτη Τζον Καζάλ (1935-1978). Μια παράσταση που ουσιαστικά ανέδειξε το ταλέντο του και τον τοποθέτησε στον χάρτη των ανερχόμενων ηθοποιών της εποχής.

Εχει μείνει χαραγμένος στη μνήμη των θεατών για τις πολυεπίπεδες, συναισθηματικά φορτισμένες ερμηνείες του και την ικανότητά του να εμβαθύνει στους ρόλους του, δίνοντας ζωή σε μερικούς από τους πιο εμβληματικούς χαρακτήρες του σύγχρονου σινεμά. Από τον Μάικλ Κορλεόνε στη θρυλική τριλογία «Ο Νονός» (The Godfather) μέχρι τον Φρανκ Σέρπικο στο «Σέρπικο» (Serpico, 1973, σκην. Σίντνεϊ Λουμέτ) -έναν υπαρκτό αστυνομικό που πολέμησε τη διαφθορά στο αστυνομικό σώμα της Νέας Υόρκης- και από τον Σόνι Βόρτσικ στη «Σκυλίσια μέρα» (Dog Day Afternoon, 1975, σκην. Σίντνεϊ Λουμέτ) μέχρι την εμβληματική, οπερατική του ερμηνεία ως Τόνι Μοντάνα στον «Σημαδεμένο» (Scarface, 1983, σκην. Μπράιαν Ντε Πάλμα).

“Ο Σημαδεμένος” (Scarface, 1983)

Το «Sonny Boy», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Key Books σε μετάφραση Κατερίνας Μποσινάκη και επιμέλεια Νίκου Αγγελή, είναι η πολυαναμενόμενη αυτοβιογραφία του Πατσίνο, την οποία έγραψε με τη βοήθεια του πρώην δημοσιογράφου των New York Times, Ντέιβ Ιτζκοφ. Ο τίτλος του βιβλίου προέρχεται από το παρατσούκλι «Sonny Boy», το οποίο του έδωσε η μητέρα του εμπνευσμένη από το ομώνυμο τραγούδι που τραγουδούσε ο Αλ Τζόλσον στην ταινία του 1928 «The Singing Fool» (σκην. Λόιντ Μπέικον). Αυτό που κάνει την αυτοβιογραφία του ξεχωριστή δεν είναι η καταγραφή της καριέρας του ή οι ιστορίες από τα γυρίσματα και τα φανταχτερά πάρτι του Χόλιγουντ. Η ουσία του βιβλίου βρίσκεται αλλού: στην ανάγκη του να μιλήσει για τα δύσκολα παιδικά του χρόνια και για την απουσία μιας ενωμένης οικογένειας. Ο Πατσίνο μιλάει για τον πατέρα του και τη μητέρα του που χώρισαν όταν εκείνος ήταν μόλις δύο ετών και εκείνος τελικά κατέληξε να ζει μαζί της.

Η μητέρα του ήταν το στήριγμά του, τον έπαιρνε μαζί της στον κινηματογράφο, τον φρόντιζε, ενώ ταυτόχρονα πάλευε με τη δική της εύθραυστη ψυχική υγεία, μέχρι που τελικά έφυγε από τη ζωή όταν ο ίδιος ήταν μόλις είκοσι δύο ετών - ένα τεράστιο πλήγμα για τον νεαρό Αλ. Σχεδόν σε κάθε σελίδα επιστρέφει στο τότε, στα παιδικά του χρόνια που τα πέρασε μέσα στη φτώχεια, στους παιδικούς του φίλους που όλοι τους «χάθηκαν» εξαιτίας των ναρκωτικών και πώς ως μια «συμμορία» επιβίωσαν σε μια εποχή και σε ένα μέρος τόσο αφιλόξενο όπως ήταν οι φτωχογειτονιές του Μπρονξ. Το βιβλίο του μοιάζει κάποιες στιγμές ως μια καταγραφή των ψυχικών τραυμάτων του, της απώλειας. Ως μια ανάγκη να μιλήσει για το παρελθόν και τον πόνο που κουβαλάει μέχρι και σήμερα στα ογδόντα πέντε του.

Παράτησε το σχολείο στα δεκαέξι για να δουλέψει και να βοηθήσει τη μητέρα του. Εκανε τον κούριερ με ποδήλατο, δουλεύοντας δώδεκα ώρες στους δρόμους της Νέας Υόρκης. Η υποκριτική μπήκε στη ζωή του χάρη σε έναν φίλο που τον έστειλε στο Herbert Berghof Studio και καθώς δεν είχε χρήματα να πληρώσει, καθάριζε τους διαδρόμους, παίρνοντας τελικά υποτροφία. Επειτα γνώρισε τον δάσκαλο υποκριτικής, μέντορά του και στενό του φίλο, Charlie Laughton (συνωνυμία με τον διάσημο Βρετανό ηθοποιό), ενώ κατάφερε με επιτυχία να ενταχθεί στο διάσημο Actors Studio, όπου υπήρξε μαθητής του Λι Στράσμπεργκ (1901-1982). Η πρώτη του σημαντική θεατρική στιγμή ήρθε το 1966 με την παράσταση «The Indian Wants the Bronx». Η αρχική κριτική δεν ήταν ενθαρρυντική, όμως μια δεύτερη, γραμμένη από τον διακεκριμένο κριτικό Κλάιβ Μπαρνς (1927-2008), στάθηκε καθοριστική και αναγνώριζε το πηγαίο ταλέντο του.

“Ο Νονός: Μέρος ΙΙ” (The Godfather: Part Two, 1974)

Ο Πατσίνο εξομολογείται καθοριστικές στιγμές της ζωής και της καριέρας του, αποκαλύπτοντας έναν άνθρωπο ντροπαλό και αποστασιοποιημένο από τη φήμη, που του προκαλούσε άγχος και ανασφάλεια. Πάλεψε για χρόνια με τον αλκοολισμό και τις καταχρήσεις, βρίσκοντας ουσιαστική βοήθεια μόνο μέσα από εντατική ψυχοθεραπεία – πέντε φορές την εβδομάδα, όπως σημειώνει. Παρά τις επιτυχίες, η αγωνία του παρέμενε στραμμένη στην τέχνη: στην ειλικρίνεια της ερμηνείας και στην κατανόηση του ανθρώπου πίσω από κάθε ρόλο. Συχνά, όπως παραδέχεται, βυθιζόταν τόσο βαθιά σε έναν χαρακτήρα που έχανε την επαφή με την πραγματικότητα. Σε μια από τις ελάχιστες αποκαλύψεις για την υποκριτική του μέθοδο, αναφέρει πως χρειάστηκε να καταφύγει σε ένα συγκεκριμένο τέχνασμα για να επανασυνδεθεί με τον ρόλο του Μάικλ Κορλεόνε στον «Νονό ΙΙ» (The Godfather Part II, 1974, σκην. Φράνσις Φορντ Κόπολα).

Αναφέρεται επίσης με αγάπη και σεβασμό στις σχέσεις του με γυναίκες όπως η Τζιλ Κλέιμπεργκ και η Νταϊάν Κίτον, αποφεύγοντας προσωπικές λεπτομέρειες και εστιάζοντας περισσότερο στη συναισθηματική σύνδεση και στο πόσο αυτές οι σχέσεις τον στήριξαν και τον διαμόρφωσαν. Το «Sonny Boy» είναι γεμάτο ιστορίες από γυρίσματα: από τα πρώτα του βήματα στο «Πανικός στο Νιντλ Παρκ» (The Panic in Needle Park, 1971, σκην. Τζέρι Σάτσμπεργκ) μέχρι τις προσωπικές του αποτυχίες, όπως τα «Μπόμπι Ντίρφιλντ: Μια στιγμή... μια ζωή» (Bobby Deerfield, 1977, σκην. Σίντνεϊ Πόλακ) και «Οι επαναστάτες» (Revolution, 1985, σκην. Χιου Χάντσον). Ο Πατσίνο αναφέρεται επίσης στη συμμετοχή του στο «Το ψωνιστήρι» (Cruising, 1980, σκην. Γουίλιαμ Φρίντκιν), μια ταινία που προκάλεσε έντονες αντιδράσεις από την LGBTQ+ κοινότητα, καθώς κατηγορήθηκε για ομοφοβικό περιεχόμενο και αναπαραγωγή προκαταλήψεων. Ο ίδιος παραδέχεται ότι η ταινία ξεπέρασε ορισμένα όρια και επέλεξε να μη συμμετάσχει στην προώθησή της, ενώ πρόσφερε τον μισθό του σε ανώνυμες δωρεές. Μιλά επίσης ανοιχτά για τα οικονομικά του. Παραδέχεται ότι υπήρξε κακός διαχειριστής και ότι χρεοκόπησε δύο φορές. Με αυτοσαρκασμό θυμάται πως παλαιότερα δεχόταν ρόλους μόνο όταν ένιωθε πραγματική σύνδεση με τον χαρακτήρα, ενώ αργότερα συμμετείχε σε ταινίες που σήμερα χαρακτηρίζει «κακές», ώστε να μπορέσει να ζήσει.

“Αναζητώντας τον Ρίτσαρντ” (Looking for Richard, 1996)

Ισως μία από τις πιο σημαντικές αφηγήσεις του βιβλίου αφορά τη δημιουργία του υβριδικού ντοκιμαντέρ «Αναζητώντας τον Ρίτσαρντ» (Looking for Richard, 1996) το οποίο σκηνοθέτησε ο ίδιος. Για τον Πατσίνο, επρόκειτο για ένα όνειρο ζωής – ένα προσωπικό πρότζεκτ που είχε εμπνευστεί ήδη από την περίοδο των γυρισμάτων του τρίτου μέρους του «Νονού» στην Ιταλία. Φανατικός αναγνώστης και θαυμαστής του Ουίλιαμ Σέξπιρ, ο Πατσίνο επένδυσε χρόνο, κόπο και προσωπικά χρήματα σε ένα έργο που τον εξέφραζε βαθιά. Η ταινία εξερευνά το έργο «Ριχάρδος ο Γ’» μέσα από θεατρικές πρόβες, συζητήσεις με ειδικούς αλλά και συνεντεύξεις με καθημερινούς ανθρώπους που έχουν μια σύνδεση με το έργο του Σέξπιρ ως αναγνώστες ή θεατές, σε μια προσπάθειά του να φωτιστεί η διαχρονική επιρροή του Αγγλου δραματουργού στην τέχνη. Ο Πατσίνο αφηγείται τη διαδικασία ολοκλήρωσης του ντοκιμαντέρ με αγάπη και ενθουσιασμό, αποκαλύπτοντας πόσο βαθιά συνδεδεμένος ήταν με το συγκεκριμένο έργο.

Η αυτοβιογραφία του Πατσίνο είναι γραμμένη σε απλή, άμεση γλώσσα που ρέει αβίαστα, συγκεντρώνοντας πολλές λεπτομέρειες της ζωής του, άλλες γνωστές από τις σπάνιες εμφανίσεις του στην τηλεόραση ή τα περιοδικά και άλλες που ποτέ δεν έχει εκμυστηρευτεί. Από τη φτώχεια του Μπρονξ μέχρι τη λάμψη του Χόλιγουντ και από τη ρομαντική πίστη στην τέχνη έως τη σκληρή πραγματικότητα της βιομηχανίας, ο Πατσίνο μιλά για όλα - χωρίς φίλτρα. Πρόκειται για μια πολύ ενδιαφέρουσα αυτοβιογραφία που επιχειρεί την αποδόμηση της έννοιας του «σταρ» και αναζητά την καλλιτεχνική και υπαρξιακή ουσία μέσα από τις προσωπικές εμπειρίες του ηθοποιού.

*Η βιβλιοπαρουσίαση δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στην έντυπη έκδοση της Εφημερίδας των Συντακτών (08-08-2025)

Next
Next

Ιστορία & Κινηματογράφος: Εξιστορώντας στην οθόνη