Οι Δαίμονες του Χιλ Χαουζ
Αριστερά: Οι Δαίμονες του Χίλ Χάους
Μετάφραση:
Εκδόσεις: Χρύσα Τσαλικίδου
Σελ: 256
Δεξιά: Αφίσα της ταινίας του Ρόμπερτ Γουάιζ
«Τα ταξίδια τελειώνουν με τη συνάντηση των εραστών» (στίχος από τη «Δωδέκατη Νύχτα» του Ουίλιαμ Σέξπιρ). Αυτή η φράση απαντά αρκετές φορές στο έργο της Σίρλεϊ Τζάκσον «Οι δαίμονες του Χιλ Χάους» (The Haunting of Hill House), που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Θύραθεν/Επιλογή, σε μετάφραση Χρύσας Τσαλικίδου, και αποτελεί τον κύριο πυρήνα αυτού του αριστουργηματικού βιβλίου. Στο έργο της Τζάκσον δεν υπάρχει μια συνάντηση εραστών με την παραδοσιακή έννοια, αλλά ένας μεταφυσικός δεσμός της πρωταγωνίστριας Ελινορ Βανς με το σπίτι, το Χιλ Χάουζ. Η σύνδεσή τους είναι υπαρξιακή και αντανακλά περίτεχνα την εσωτερική αναζήτηση της ηρωίδας για αποδοχή. Η δομή και η γλώσσα του βιβλίου αποκαλύπτουν μια σύνθετη προσέγγιση σε μια ιστορία φαντασμάτων που, ενώ χρησιμοποιεί όλα τα στοιχεία της γοτθικής λογοτεχνίας, προβαίνει σε ψυχολογική και κοινωνική αποδόμηση των χαρακτήρων, εξερευνώντας τον ψυχισμό της πρωταγωνίστριας, σκιαγραφώντας ίσως έναν από τους πιο πολύπλοκους χαρακτήρες της λογοτεχνίας τρόμου και προβαίνοντας ταυτόχρονα σε μια τομή της αμερικανικής κοινωνίας.
Το βιβλίο της Τζάκσον εκδόθηκε το 1959 και σήμερα αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα έργα της λογοτεχνίας τρόμου. Η αφήγησή της υπερβαίνει το υπερφυσικό και λειτουργεί ως μια εξαιρετική μελέτη πάνω στη μοναξιά, στους κοινωνικούς συμβιβασμούς και στην ανάγκη του ανθρώπου για ένταξη. Η Ελινορ Βανς, μια ευάλωτη και μοναχική γυναίκα, μετά τον θάνατο της άρρωστης μητέρας της που τη φρόντιζε επί χρόνια, αποφασίζει να συμμετάσχει σε μια παραψυχολογική μελέτη στο στοιχειωμένο αρχοντικό του Χιλ Χάουζ, ώστε να μπορέσει να ξεφύγει από το ασφυκτικό οικογενειακό περιβάλλον της. Σε αυτή τη μελέτη που έχει ξεκινήσει ο δρ Μόνταγκιου συμμετέχουν ο γοητευτικός μικροαπατεώνας Λιουκ Σάντερσον και μια δυναμική, επιτυχημένη γυναίκα, η Θίο.
Η ιστορία της Ελινορ αντανακλά σε μεγάλο βαθμό την προσωπικότητα της Σίρλεϊ Τζάκσον. Η συγγραφέας (1916–1965) πάλευε σε όλη τη ζωή της με νευρώσεις και ψυχοσωματικές ασθένειες, ενώ ο δύσκολος γάμος της με τον Στάνλεϊ Εντγκαρ Χάιμαν, σημαδεμένος από τις απιστίες του και τον έλεγχο που ασκούσε εκείνος ακόμα και στα οικονομικά της, την εγκλώβισε σε ένα ασφυκτικό περιβάλλον. Παράλληλα, έπρεπε να ανταποκριθεί στον ρόλο της συζύγου και μητέρας. Η φιγούρα μάλιστα της νεκρής μητέρας στο έργο και οι τύψεις της Ελινορ καθρεφτίζουν τη δύσκολη σχέση της Τζάκσον με τη δική της μητέρα, Τζεραλντίν Τζάκσον, που υπήρξε διαρκώς επικριτική απέναντί της. Γι’ αυτό άλλωστε η έλλειψη μητρικής φιγούρας διατρέχει σχεδόν όλα τα βιβλία της κόρης της.
Η γραφή της Τζάκσον είναι ατμοσφαιρική και δημιουργεί την αίσθηση της απειλής και του μυστηρίου. Ως μια ιστορία στοιχειωμένου σπιτιού εκπληρώνει άριστα τον στόχο της, ωστόσο, αν ο αναγνώστης εμβαθύνει, θα αντιληφθεί ότι το έργο δεν μιλά για τον φόβο του άγνωστου αλλά για τον τρόμο της αποξένωσης. Για την Ελινορ, μια ευάλωτη, άβουλη κοπέλα, που ζει με τις ψευδαισθήσεις της, το σπίτι γίνεται η μόνη εστία αποδοχής και ταυτότητας, κάτι που ο έξω κόσμος δεν της πρόσφερε ποτέ. Μετά από μια ζωή εγκλωβισμένη στη φροντίδα της μητέρας της και στην απομόνωση, η προοπτική να ανήκει σε κάτι «μεγαλύτερο» μοιάζει λυτρωτική. Η Τζάκσον διαμορφώνει το Χιλ Χάουζ σαν μια αρχιτεκτονική αντανάκλαση της ανθρώπινης ψυχής: ασύμμετρο, αποσταθεροποιητικό, έναν λαβύρινθο από πόρτες που κλείνουν από μόνες τους και «παγωμένα σημεία». Το σπίτι μοιάζει σαν να έχει δική του φωνή. Οι συνεχείς διάλογοι, η αμφισβήτηση της πραγματικότητας από τον αναγνώστη και το αίσθημα της ασάφειας δημιουργούν τελικά το καίριο ερώτημα του βιβλίου: στοιχειώνει το σπίτι τους ενοίκους ή η Ελινορ εκείνο;
Το έργο διακλαδώνεται και ανοίγει πολλές θεματικές. Μέσα από τον χαρακτήρα τής Θίο, που υπονοείται ότι συζούσε με μια γυναίκα, εισάγεται μια queer δυναμική. Η σχέση της Ελινορ με τη Θίο κινείται ανάμεσα στη φιλία και τον πλατωνικό έρωτα που δημιουργεί μια συναισθηματική ένωση. Η Ελινορ προβάλλει πάνω στη Θίο μια φαντασιακή ζωή που δεν τόλμησε ποτέ να διεκδικήσει, κι όταν αυτή η ψευδαίσθηση καταρρέει, η συναισθηματική της πτώση γίνεται οδυνηρά σαφής στον αναγνώστη. Το έργο της Τζάκσον θα μπορούσε να προσεγγιστεί και ως μια φεμινιστική ιστορία. Η Ελινορ λειτουργεί ως προέκταση της γυναικείας ύπαρξης που ασφυκτιά σε έναν κόσμο όπου δεν υπάρχει χώρος και ταυτότητα για όσες αποκλίνουν από τον συμβατικό ρόλο. Με υπόγειο τρόπο, η ιστορία σχολιάζει τις πατριαρχικές δομές και την έλλειψη ελευθερίας των γυναικών.
Οπως ήταν αναμενόμενο, το βιβλίο της Τζάκσον κέντρισε το ενδιαφέρον και της βιομηχανίας του θεάματος. Εχουν γίνει διάφορες απόπειρες μεταφοράς του βιβλίου στην οθόνη, με πιο πρόσφατη την τηλεοπτική μεταφορά από τον δημιουργό Μάικ Φλάναγκαν («The Haunting of Hill Hous», 2018) για το Netflix. Αυτή όμως που ξεχωρίζει είναι η ταινία του Ρόμπερτ Γουάιζ, «The Haunting» (1963, 114’), σε σενάριο του Νέλσον Γκίντινγκ. Ο Ρόμπερτ Γουάιζ (1914-2005) υπήρξε πολυσχιδής δημιουργός: μοντέρ του «Πολίτης Κέιν» (Citizen Kane, 1941, 119’) του Ορσον Γουέλς και σκηνοθέτης των μιούζικαλ «West Side Story» (196, 152’) και «The Sound of Music» (1965, 174’ ), που του χάρισαν Οσκαρ Καλύτερης Σκηνοθεσίας και Καλύτερης Ταινίας. Η κινηματογραφική διασκευή του στο έργο της Τζάκσον υπήρξε, σε μεγάλο βαθμό, πιστή στο πρωτότυπο, διατηρώντας την αμφισημία του βιβλίου. Πέτυχε μέσω της φωτογραφίας, του ήχου, των ειδικών εφέ και του μοντάζ να δημιουργήσει ταινία που σε εγκλωβίζει μέσα στη δυσοίωνη ατμόσφαιρα του σπιτιού.
Ο διευθυντής φωτογραφίας Ντέιβιντ Μπάλτον χρησιμοποίησε ευρυγώνιους φακούς Panavision 30mm και 40mm, που προκαλούσαν παραμορφώσεις στις άκρες του κάδρου. Ο φακός 30mm δεν είχε ακόμα εγκριθεί τεχνικά και ο Γουάιζ υπέγραψε υπόμνημα αποδοχής ευθύνης για τη χρήση του. Οι παραμορφώσεις αξιοποιήθηκαν δημιουργικά, εντείνοντας την εφιαλτική αίσθηση του χώρου. Τα εσωτερικά γυρίσματα έγιναν στα στούντιο της MGM, δίνοντας στον Γουάιζ τον έλεγχο ώστε να αποδώσει την περίπλοκη, κυκλική αρχιτεκτονική του σπιτιού. Πρόσθεσε ταβάνια για να εντείνει την κλειστοφοβία και χρησιμοποίησε έντονο φωτισμό, χωρίς σκιές, αντικαθιστώντας το παραδοσιακό σκοτάδι του τρόμου με μια ατμόσφαιρα υπερφωτισμένης απειλής.
Ο Γουάιζ χρησιμοποίησε επίσης πληθώρα ειδικών εφέ που συνέβαλαν καθοριστικά στη δημιουργία μιας απόκοσμης ατμόσφαιρας και στην ενίσχυση του τρόμου. Από την πόρτα που λυγίζει υπό την πίεση μιας αόρατης δύναμης μέχρι τη σπειροειδή σκάλα της βιβλιοθήκης και την εικόνα της Abigail Crain που σταδιακά γερνάει ξαπλωμένη στο κρεβάτι, όλα τα εφέ επιτεύχθηκαν με πολύπλοκους αλλά πρακτικούς τρόπους. Η ευρηματικότητά τους και η δυσκολία του θεατή να αντιληφθεί πώς έγιναν, τα καθιστούν πρωτοποριακά για την εποχή τους. Η ερμηνεία της Τζούλι Χάρις ως Ελινορ ξεχωρίζει, αποδίδοντας με υπέροχο και σπαρακτικό τρόπο την ψυχική κατάρρευση της ηρωίδας. Μέσα από την προσπάθειά της να ενταχθεί, τη βλέπουμε να βυθίζεται όλο και περισσότερο στις ψευδαισθήσεις της. Η σχέση της με τη Θίο, η λεσβιακή ταυτότητα της οποίας στο μυθιστόρημα δίνεται μόνον υπαινικτικά, εδώ δηλώνεται ανοιχτά, με διακριτικότητα και χωρίς στερεοτυπικά χαρακτηριστικά (κάτι σπάνιο για το Χόλιγουντ της δεκαετίας του 1960). Με δυο λόγια, σκιαγραφείται από τον Γουάιζ υπέροχα.
Η ταινία του Γουάιζ δεν επιδιώκει να σοκάρει με εικόνες τρόμου, αλλά στηρίζεται σε ψυχολογικά παιχνίδια. Δημιουργεί ατμόσφαιρα αβεβαιότητας και ανησυχίας, με το σπίτι να μοιάζει με έμψυχη οντότητα. Η κατάρρευση της Ελινορ αναδύεται μέσα από τη σχέση της με το Χιλ Χάουζ, και ο Γουάιζ την αποτυπώνει με την ίδια δύναμη που υπάρχει και στο βιβλίο. Η ταινία, αν και αρχικά συνάντησε χλιαρή υποδοχή από κοινό και κριτικούς, με τα χρόνια αναγνωρίστηκε ως μία από τις σημαντικότερες ταινίες τρόμου. Μάλιστα, σκηνοθέτες όπως ο Μάρτιν Σκορσέζε και ο Στίβεν Σπίλμπεργκ τη συγκαταλέγουν στις πιο τρομακτικές που γυρίστηκαν ποτέ. «Οι δαίμονες του Χιλ Χάουζ» δεν είναι απλώς μια ιστορία φαντασμάτων. Είναι ένα ψυχολογικό πορτρέτο, είναι μια ιστορία με πολλές ψυχαναλυτικές, κοινωνιολογικές αναγνώσεις· μια ιστορία που δείχνει ότι η επιθυμία μας να ανήκουμε κάπου κάποιες φορές οδηγεί στον κατακερματισμό και στη διάλυση του ίδιου μας του εαυτού.
*Το άρθρο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στην έντυπη έκδοση της Εφημερίδας των Συντακτών (22-08-2025)