Father Mother Sister Brother

★★★★☆ (ΗΠΑ, Ιταλία, Γαλλία, Ιρλανδία, 2025, 104’)

  • Σκηνοθεσία: Τζιμ Τζάρμους

  • Ηθοποιοί: Τομ Γουέιτς, Κέιτ Μπλάνσετ, Ανταμ Ντράιβερ, Ιντια Μουρ, Σαρλότ Ράμπλινγκ, Βίκι Κριπς

Ο Τζιμ Τζάρμους σκηνοθετεί τη δέκατη τέταρτη ταινία του, αποσπά τον Χρυσό Λέοντα στο Φεστιβάλ Βενετίας και καταφέρνει μέσα από τον κινηματογραφικό μινιμαλισμό του και τις σιωπές να δημιουργήσει ένα βαθιά ανθρώπινο πορτρέτο τριών οικογενειών. Οι δύο βασικές θεματικές που διαπερνούν τις τρεις ιστορίες είναι η έλλειψη επικοινωνίας και η πλαστή εικόνα.

Επιστρέφοντας μετά από χρόνια στη φόρμα της σπονδυλωτής ταινίας -με την οποία μας έχει χαρίσει τρεις από τις καλύτερες ταινίες του: «Mystery Train» (1989), «Μια νύχτα στον κόσμο» (Night on Earth, 1991), «Καφές και τσιγάρα» (Coffee and Cigarettes, 2003)-, ο Τζάρμους αφηγείται τρεις ιστορίες που περιστρέφονται γύρω από τις σχέσεις ενήλικων παιδιών με τους -κάπως απόμακρους- γονείς τους, αλλά και μεταξύ τους. Κάθε κεφάλαιο εκτυλίσσεται στο παρόν και σε διαφορετική περιοχή: Νιου Τζέρσεϊ, Δουβλίνο και Παρίσι.

Είναι εντυπωσιακός ο τρόπος με τον οποίο ο Τζάρμους χρησιμοποιεί την κάμερα ως εργαλείο παρατήρησης και ψυχογράφησης των χαρακτήρων του μέσα στα στενά όρια των διαμερισμάτων ή τους στενούς δρόμους του Παρισιού. Ολόκληρη η ταινία του βασίζεται στις εξαιρετικές ερμηνείες των πρωταγωνιστών του και στις ανεπαίσθητες κινήσεις τους: μια χειρονομία, μια ματιά, λόγια που δεν λέγονται και μια σιωπή που έρχεται να συμπληρώσει τα κενά, αποκαλύπτοντας τις εύθραυστες σχέσεις ανάμεσα στους γονείς και τα παιδιά τους. Μέσα από αυτές τις τεχνικές ο Τζάρμους ξετυλίγει, ολόκληρη την ιστορία που κρύβεται πίσω από κάθε οικογένεια και τους περίπλοκους δεσμούς που τη συγκροτούν. Αυτή ακριβώς η ικανότητά του είναι που αναγάγει το «Father Mother Sister Brother» -το οποίο στα χέρια κάποιου άλλου σκηνοθέτη εύκολα θα μπορούσε να γίνει μια φλύαρη ταινία για τρεις οικογένειες- σε σημαντικό έργο τέχνης που εξερευνά με ειλικρίνεια και λεπτό χιούμορ την έννοια της οικογένειας.

Η πρώτη ιστορία, αν και η πιο αδύναμη της ταινίας, λειτουργεί ως προοίμιο για τις δύο επόμενες. Το διακριτικό, σχεδόν αδιόρατο χιούμορ και οι σιωπές υποκρύπτουν μια αμηχανία, μια ένταση και μένουν ανεκμετάλλευτα. Μετουσιώνονται όμως σε μια δραματουργική σιωπηλή σύγκρουση στη δεύτερη ιστορία. Η ψεύτικη ζωή που προβάλλει η Λίλιθ (Βίκι Κριπς), η αδελφή της (Κέιτ Μπλάνσετ) που μοιάζει σαν μια κούκλα βιτρίνας, αποκομμένη από κάθε συναίσθημα και διαρκώς προσπαθεί να γίνει αρεστή στη μητέρα τους (Σαρλότ Ράμπλινγκ), καθώς και η ίδια η μητέρα, που φαίνεται να έχει υψώσει εδώ και καιρό έναν αδιαπέραστο τοίχο ανάμεσα σε αυτή και τις κόρες της, έρχονται σε μια σουρεαλιστική και άκρως χιουμοριστική σύγκρουση γύρω από ένα εμμονικά τακτοποιημένο τραπέζι. Οι τρεις γυναίκες τρώνε γλυκά και πίνουν τσάι, μια σκηνή που, ενώ ειπώνονται ελάχιστα λόγια, αποκαλύπτει πολλά μέσα από τις αμήχανες σιωπές και τις κινήσεις έτσι ώστε να αντιληφθούμε τις τεταμένες σχέσεις που επικρατούν ανάμεσα στις ηρωίδες. Η δεύτερη ιστορία εμπεριέχει ένα χιούμορ που από τις άλλες δύο απουσιάζει και προσθέτει μια τρυφερότητα σε μια ιστορία που πραγματεύεται το βαρύ θέμα της μη σύνδεσης λόγω έλλειψης αγάπης και οποιασδήποτε προσπάθειας κατανόησης του απέναντί μας.

Η τελευταία ιστορία του είναι η πιο συγκινητική και η πιο ανθρώπινη. Αν στις δυο πρώτες κυριαρχούν η σιωπή, η αμηχανία, το ψέμα και η έλλειψη σύνδεσης, εδώ ο Τζάρμους δημιουργεί ένα αντίβαρο αγάπης μέσα από τη σχέση αδελφού - αδελφής, με δύο εξαιρετικούς πρωταγωνιστές, τους Λούκα Σαμπάτ και Ιντια Μουρ. Οι γονείς τους έχουν πεθάνει σε πρόσφατο αεροπορικό δυστύχημα και ο Μπίλι υποδέχεται την αδελφή του Σκάι στο Παρίσι, ώστε να δει μια τελευταία φορά το διαμέρισμα όπου μεγάλωσαν. Ο αδελφός της έχει ήδη μαζέψει όλα τα πράγματα και οι δυο τους σουλατσάρουν στο άδειο πλέον διαμέρισμα «βουτηγμένοι» στις οικογενειακές αναμνήσεις που έχουν «ποτίσει» τους τοίχους του σπιτιού.

Ο Τζάρμους περίτεχνα χρησιμοποιεί τη μνήμη ως ένα εργαλείο που «γεννά» την αγάπη για τους γονείς, για να την αντιπαραβάλλει αμέσως μετά με τα ψέματα και την πλαστή τους εικόνα, η οποία αποκαλύπτεται μετά θάνατον. Τα αδέρφια συνειδητοποιούν ότι γνώριζαν λιγότερα πράγματα για τους γονείς τους απ’ όσα πίστευαν. Στη τρίτη ιστορία του ο Τζάρμους εστιάζει λοιπόν περισσότερο στην επίδραση της ζωής των γονέων πάνω στα παιδιά τους και στο δυσβάστακτο βάρος που αυτά καλούνται να σηκώσουν: να κατανοήσουν δηλαδή τους γονείς τους εκ των υστέρων και να διαχειριστούν τόσο τα υλικά όσο και τα ψυχικά φορτία που τους κληροδοτούν.

Η ταινία κινείται αργά, σχεδόν νωχελικά και μοιάζει με συρραφή στιγμιοτύπων ζωής. Οπως ακριβώς και στην ίδια τη ζωή, αυτά τα μικρά αποσπάσματα καθημερινότητας κρύβουν μέσα τους ολόκληρη την ουσία της ύπαρξής μας.

ΥΓ. Υπάρχει μια σκηνή που επαναλαμβάνεται και στις τρεις ιστορίες. Παιδιά με σκέιτμπορντ «οργώνουν» τους δρόμους και η κάμερα τα απαθανατίζει σε αργή κίνηση να κάνουν κόλπα, καθώς το υπέροχο soundtrack της ταινίας «ντύνει» τη σκηνή. Η νιότη αναβλύζει μέσα από αυτή, ο χρόνος στα μάτια των ενηλίκων που τα παρακολουθούν μοιάζει να διαστέλλεται για λίγο και έπειτα επανέρχεται στον φυσιολογικό ρυθμό του. Μέσα σε αυτό το μικρό διάστημα οι ενήλικες προλαβαίνουν να αναπολήσουν το παρελθόν τους, τη νιότη τους που έχει χαθεί πια μαζί με τα όνειρά τους.

*Η κριτική δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στην έντυπη έκδοση της Εφημερίδας των Συντακτών (25-12-2025)

Previous
Previous

Καποδίστριας

Next
Next

Avatar: Φωτιά και Στάχτη