Avatar: Φωτιά και Στάχτη

★★☆☆☆ (Avatar: Fire and Ash, Η.Π.Α., 2025, 195’)

  • Σκηνοθεσία: Τζέιμς Κάμερον

  • Ηθοποιοί: Σαμ Γουόρθινγκτον, Ζόι Σαλντάνα, Σίγκορνι Γουίβερ

Ο Τζέιμς Κάμερον επιστρέφει με την τρίτη συνέχεια του μεγαλόπνοου και βαθιά προσωπικού του project «Avatar», για να αφηγηθεί τη συνέχεια μιας ιστορίας που ξεκίνησε το 2009 και χρειάστηκε δεκαέξι ολόκληρα χρόνια για να φτάσει στο τρίτο της κεφάλαιο.

Στο τρίτο μέρος ο Κάμερον ακολουθεί την οικογένεια του Τζέικ και της Νεϊτίρι, η οποία παλεύει με το πένθος μετά τον θάνατο του Νετέγιαμ. Παράλληλα, έρχεται αντιμέτωπη με μια νέα, επιθετική φυλή των Να’βι, τους Λαούς της Στάχτης, που ηγείται η φλογερή Βάρανγκ, καθώς η σύγκρουση στην Πανδώρα κλιμακώνεται και αναδύεται ένα νέο ηθικό επίκεντρο.

Το να σταθεί κανείς και να τονίσει την αρτιότητα της παραγωγής, τα εντυπωσιακά visual effects ή την τεχνολογική καινοτομία του έργου μοιάζει σχεδόν περιττό. Το νέο Avatar είναι αναμφίβολα ένα χάρμα οφθαλμών. Το σύμπαν της Πανδώρας αποδίδεται με τέτοια λεπτομέρεια και φροντίδα, ώστε μοιάζει με έναν απολύτως αληθινό μακρινό πλανήτη στο σύμπαν μας. Η επική ιστορία που ξετυλίγει ο Κάμερον, εμποτισμένη – όπως και στις δυο προηγούμενες ταινίες -, με έντονα οικολογικά μήνυματα, αλλά και με μια προσπάθεια εξερεύνησης του πένθους, της καταστροφής που φέρνει η δίψα για εξουσία και της προσωπικής αναγέννησης μέσα από την αναμέτρηση με τα ίδια μας τα ελαττώματα, παίρνει σάρκα και οστά μέσα από τοπία που κόβουν την ανάσα και απολαυστικές σκηνές δράσεις.

Μέχρι εκεί όμως φτάνουν τα καλά στοιχεία της ταινίας. Όταν καλείται να «χτίσει» την ιστορία της και να την αφηγηθεί, η σεναριακή κατασκευή γίνεται υπερβολικά εμφανής. Η αφήγηση είναι απλοϊκή και προβλέψιμη, με ανατροπές που δύσκολα εκπλήσσουν και χαρακτήρες που παραμένουν μονοδιάστατοι – παρά το γεγονός ότι τους παρακολουθούμε σε τρεις διαστάσεις μέσα από 3D γυαλιά. Η ταινία οδηγείται σε αναμενόμενα αφηγηματικά μονοπάτια χωρίς ποτέ να δικαιολογεί και την υπερβολικά μεγάλη διάρκειά της.

Τελικά το νέο Avatar μοιάζει περισσότερο με έναν πανάκριβο τίτλο video game, όπου τα cut-scenes έχουν απλώς μονταριστεί σε ένα ενιαίο βίντεο, με την διαφορά ότι ο θεατής δεν έχει τη δυνατότητα να παίξει, παρά μόνο να παρακολουθήσει.

*Η κριτική δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στην έντυπη έκδοση της Εφημερίδας των Συντακτών (18-12-2025)

Previous
Previous

Father Mother Sister Brother

Next
Next

Αυτά Που Σκοτώνεις