Ο Μύθος του Βρικόλακα μέσα από τρια βιβλία
Με αφορμή τη νέα ταινία «Dracula» του Λικ Μπεσόν που βγαίνει στις ελληνικές αίθουσες από σήμερα, θυμόμαστε τρία εξαιρετικά βιβλία που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Ροές, αποτελώντας διαφορετικές εκδοχές του μύθου, εκκινώντας από τον ελλαδικό χώρο και τον λαογραφικό τρόμο και φτάνοντας μέχρι την εκδοχή του Αλεξέι Κωνσταντίνοβιτς Τολστόι (1817-1875) και του Αλέξανδρου Δουμά (1802-1870).
Με τη νέα ταινία του Λικ Μπεσόν ήδη να κυκλοφορεί στις αίθουσες, μεταφέροντας ακόμα μια φορά στη μεγάλη οθόνη τον μύθο του βρικόλακα, με έμπνευση από τον εμβληματικό «Δράκουλα» (1897) του Μπραμ Στόουκερ (στην Ελλάδα έχει κυκλοφορήσει από πολλούς εκδοτικούς οίκους και σε διαφορετικές εκδοχές, με πιο πρόσφατη αυτή από τις εκδόσεις Οξύ-Brainfood, σε μετάφραση Αναστασίας Καλλιοντζή, με την εικονογράφηση του διάσημου Αργεντινού σχεδιαστή, Λουίς Σκαφάτι), είναι μια ευκαιρία να παρουσιάσουμε τρία εξαιρετικά βιβλία που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Ροές και περιστρέφονται γύρω από τον μύθο του βρικόλακα: «Ο Αλιωτος και άλλες ιστορίες με βρυκόλακες - μια ελληνική ανθολογία λαογραφικού τρόμου», «Η Οικογένεια του Βρικόλακα - Συνάντηση μετά από τριακόσια χρόνια» του Αλεξέι Κ. Τολστόι και «Η Χλωμή Κυρία» του Αλέξανδρου Δουμά. Και τα τρία προσπαθούν να ρίξουν φως σε αυτό το πλάσμα της νύχτας και στη δοξασία που διαμορφώθηκε μέσα στους αιώνες και απασχόλησε όλες τις τέχνες, από τη λογοτεχνία και τη ζωγραφική μέχρι τον κινηματογράφο και την τηλεόραση.
Μέσα από αυτά, ο αναγνώστης ανακαλύπτει τη νοητή γραμμή που συνδέει τον μύθο του βρικόλακα στην Ευρώπη: από τον ελλαδικό χώρο και τη λαογραφία, τις δοξασίες των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης μέχρι και τον τρόπο με τον οποίο οι Δυτικοευρωπαίοι ενσωμάτωσαν αυτά τα στοιχεία στη λογοτεχνία τους.
Στο «Ο Αλιωτος και άλλες ιστορίες με βρυκόλακες» ο Γιώργος Θάνου επιχειρεί, μέσα από μια ανθολόγηση ιστοριών βρικολάκων της περιόδου 1850-1940, την εισαγωγή και ένα επίμετρο, να αναλύσει την επιρροή του μύθου στον ελλαδικό χώρο και τη λογοτεχνία. Οπως αναφέρεται και στην εισαγωγή: «Σε καμία χώρα η παράδοση των βρυκολάκων δεν επικράτησε πιο έντονα και δεν διατήρησε περισσότερο την δύναμη της επάνω στους απλούς ανθρώπους από ό,τι στη σύγχρονη Ελλάδα». Αυτή η πρόταση μπορεί να φαίνεται παράταιρη στον Ελληνα αναγνώστη αλλά μέσα από τη λεπτομερή και διαφωτιστική εισαγωγή του Θάνου και την εξαιρετική ανθολόγηση των δεκατριών ιστοριών από Ελληνες συγγραφείς (των Αγγελου Κοσμή, Κώστα Πασαγιάννη, Κωνσταντίνου Καζαντζή, Ανδρέα Αβούρη, Χρήστου Χρηστοβασίλη, Ιωάννη Κονδυλάκη, Χάρη Επαχτίτη, Ιάκωβου Πολυλά, Δημητρίου Αινιάνος, Γεράσιμου Γρηγόρη, Αλέξανδρου Πολυχρονάκη και Αχιλλέα Παράσχου) αντιλαμβανόμαστε ότι όντως η ελληνική λογοτεχνία ασχολήθηκε με τον συγκεκριμένο μύθο εκτενώς και συνέκλινε σε μια παραλλαγή εκείνου που έχει επικρατήσει, αντλώντας κυρίως έμπνευση από τη λαογραφική παράδοση και διαμορφώνοντας τελικά μια ιδιαίτερη εκδοχή που αποκλίνει αρκετά από αντίστοιχες βαλκανικές και ανατολικοευρωπαϊκές παραδόσεις.
Στον ελλαδικό χώρο ο βρικόλακας συναντάται με διάφορα ονόματα που πολλές φορές καθορίζονται από τον τόπο όπου συμβαίνουν τα γεγονότα: από «καταχανάς» (Κρήτη και Ανατολικό Αιγαίο) και «ανακαθούμενος» (Τήνος), έως «βαμπίρας» (Μακεδονία), ο ελληνικό μύθος συγκλίνει, όπως διαφαίνεται μέσα από τα διηγήματα του βιβλίου, σε μια εικόνα που δεν κατέχει τη γοητεία του βρικόλακα της ευρωπαϊκής ρομαντικής και γοτθικής λογοτεχνίας. Ο ελληνικός βρικόλακας είναι αποκρουστικός, καταραμένος και περιφέρεται με το αποσυντεθειμένο σώμα του, ως σύμβολο θεϊκής τιμωρίας.
Μέσα από τα 13 διηγήματα γνωστών (π.χ. Κονδυλάκης, Πολυλάς, Παράσχος, Χρηστοβασίλης) αλλά και λιγότερο γνώριμων συγγραφέων (π.χ. Επαχτίτης, Αινιάνος), αναδύονται ιστορίες που άλλοτε προσεγγίζουν τον βρικόλακα καθαρά μέσα από τον λαογραφικό τρόμο και άλλοτε χρησιμοποιούν το μαύρο χιούμορ ή το δράμα. Οι ιστορίες λειτουργούν ως καθρέφτης της κοινωνικής πραγματικότητας της κάθε εποχής. Ο σημαντικός ρόλος της εκκλησίας και της πίστης, ο ρόλος του αφορισμού και η σημασία του ενάρετου βίου, η κοινωνική απομόνωση, οι δεισιδαιμονίες και η θέση της γυναίκας μέσα σε μια πατριαρχική κοινωνία είναι κάποια από τα θέματα που έρχονται στην επιφάνεια.
Αν και στην Ελλάδα ο λαογραφικός τρόμος δεν αναπτύχθηκε ως αυτόνομο λογοτεχνικό είδος και παρέμεινε στο περιθώριο, εκπροσωπούμενο μόνο αποσπασματικά από έργα που συγκλίνουν και μπορούν σήμερα να συγκεντρωθούν κάτω από την ομπρέλα του folk horror, παρ’ όλα αυτά παρέδωσε εξαιρετικά δείγματα που διέσωσαν μεταξύ άλλων τον μύθο του βρικόλακα. Ετσι, σήμερα ο αναγνώστης μπορεί να έχει μια σφαιρική εικόνα γύρω από την ελληνική εκδοχή του μύθου.
Στο διήγημα «Η Χλωμή κυρία» (1843) του Αλέξανδρου Δουμά, σε μετάφραση Γιώργου Θάνου –ο οποίος όπως και στον «Αλιωτο» υπογράφει την εισαγωγή και το επίμετρο, παραδίδοντας δυο κείμενα άκρως κατατοπιστικά και διαφωτιστικά για τον μύθο του βρικόλακα–, ο Δουμάς συνθέτει την ιστορία του, τριάντα χρόνια μετά τον «Βρυκόλακα» (1816) του Τζον Πολιντόρι (η εκδοχή του Πολιντόρι συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο «Φρανκενστάιν» της Μαίρη Σέλλεϋ, εκδ. Στοχαστής, μτφρ. Θάνος Σακκέτας) και σχεδόν μισό αιώνα πριν από τον «Δράκουλα» του Μπραμ Στόουκερ. Το έργο του Δουμά περιλαμβάνει όλα τα βασικά μοτίβα του βαμπιρικού μύθου, όπως αυτά καθιερώθηκαν αργότερα: η δράση εκτυλίσσεται στην Τρανσυλβανία, στα Καρπάθια Ορη, με την ιστορία να περιστρέφεται γύρω από το ερωτικό τρίγωνο της νεαρής Χέντβιγκ και των αδελφών Γκεγκόρισκα και Κοστάκι. Το ερωτικό αυτό τρίγωνο είναι η αφετηρία για την ανάπτυξη μιας γοτθικής αφήγησης που διανθίζεται έντονα με τα στοιχεία του ρομαντισμού.
Η γραφή του Δουμά καταφέρνει να αναδείξει τον υπερφυσικό τρόμο μέσα από τη σύνθεση μιας επιβλητικής ατμόσφαιρας. Επιβλητικά κάστρα, μοναστήρια, πανύψηλα, αφιλόξενα όρη και στο επίκεντρο της ιστορίας ο έρωτας και ο ηρωισμός, δοσμένα μέσα από τη διακριτικότητα που επέβαλλαν οι λογοτεχνικές συμβάσεις της εποχής.
Ο βρικόλακας στη «Χλωμή Κυρία» έχει πολλά από τα γνώριμα χαρακτηριστικά του ευρωπαϊκού μύθου που συναντάμε 44 χρόνια μετά στο έργο του Στόουκερ. Ο βρικόλακας προέρχεται από την ανατολή, είναι γοητευτικός και κινείται με άνεση στον κόσμο των ζωντανών. Διαθέτει υπερφυσικές δυνάμεις (υπνωτισμός της Χέντβιγκ) και η αφαίμαξη του αίματος επιτυγχάνεται με το δάγκωμα του λαιμού, χαρακτηριστικό γνώρισμα του μύθου. Ακόμη η θρησκεία διαδραματίζει κεντρικό ρόλο, καθώς, μέσω αυτής μπορεί να εξασθενίσει το κακό και να νικηθεί. Η «Χλωμή Κυρία» δεν απέκτησε τη φήμη του «Δράκουλα», ωστόσο είναι μια εξαιρετική ιστορία που αναδεικνύει το αναμφισβήτητο αφηγηματικό ταλέντο του Δουμά πατέρα. Η πρόσφατη έκδοσή της είναι μια αφορμή για μια βαθύτερη ανασκόπηση του έργου, και όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο Γιώργος Θάνος στο επίμετρο, μπορεί να: «[…] επιστρέψει για να διεκδικήσει τη θέση της ανάμεσα στις κλασικές ιστορίες του είδους […]».
Το τελευταίο βιβλίο που μπορεί να θεωρηθεί ως συμπλήρωμα στα παραπάνω έργα είναι η νουβέλα του Αλεξέι Κωνσταντίνοβιτς Τολστόι (ο οποίος, γόνος της γνωστής αριστοκρατικής οικογένειας των Τολστόι, δεύτερος ξάδερφος του Λέοντος Τολστόι, δεν πρέπει να συγχέεται με τον μεταγενέστερο Αλεξέι Νικολάγιεβιτς Τολστόι), «Η Οικογένεια του Βρικόλακα», σε μετάφραση και επίμετρο του Σταμάτη Ζωχιού. Η συγκεκριμένη νουβέλα περιέχει δυο ιστορίες που συνδέονται αφηγηματικά (η δεύτερη είναι η «Συνάντηση μετά από τριακόσια χρόνια»), γραμμένες στα γαλλικά, όταν ο συγγραφέας ήταν μόλις 22 χρόνων (1839), 58 χρόνια πριν από τον «Δράκουλα» του Στόουκερ (1897).
Η ιστορία εκτυλίσσεται στα Βαλκάνια και αντλεί έμπνευση από τις σλαβικές παραδόσεις αλλά και από τα ταξίδια του συγγραφέα. Ο Τολστόι με μια αφήγηση ρέουσα παρασύρει τον αναγνώστη σε μια ιστορία τρόμου και υπερφυσικού, συνδυάζοντας τις λαογραφικές δοξασίες με στοιχεία γοτθικής λογοτεχνίας, παραδίδοντας μια ιστορία ανυπέρβλητου τρόμου. Η παρουσία του βρικόλακα που κινείται στο σκοτάδι και καλεί ένα ένα τα μέλη της οικογένειας του ώστε να τα οδηγήσει κι αυτά στον απέθαντο κόσμο, προσπαθώντας τελικά σιγά σιγά να μετατρέψει ολόκληρο το χωριό σε απέθαντους (παραβολή του φόβου της εποχής για την πανδημική έξαρση) και ο εγκλωβισμός του ήρωα-ταξιδιώτη μέσα σε αυτό τον κόσμο, καθιστά τη νουβέλα ένα εξαιρετικό κλειστοφοβικό αφήγημα. Ενώ, σε αντίθεση με τη νουβέλα του Δουμά, εδώ η σεξουαλικότητα δεν αποτελεί υπαινικτικό στοιχείο, αλλά, αντίθετα, υπερτονίζεται και συνδέεται άρρηκτα με τον βαμπιρισμό.
Εκτός όμως από τα δυο διηγήματα που αξίζει να ανακαλύψει ο αναγνώστης, έχει μεγάλο ενδιαφέρον το επίμετρο του Σταμάτη Ζωχιού, το οποίο προσφέρει πλούσιο ερευνητικό υλικό και λειτουργεί ως πολύτιμο εργαλείο, δίνοντας το έναυσμα για περαιτέρω μελέτη του μύθου. Το σημείο στο οποίο αξίζει να σταθούμε είναι το ενδιαφέρον κείμενο για τη μεταφορά της νουβέλας στον κινηματογράφο. Ούτως ή άλλως, καθώς ο αναγνώστης διαβάζει την ιστορία, εύκολα μπορεί να φανταστεί ότι το υλικό θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελεί μια κινηματογραφική ταινία ή ένα αυτοτελές επεισόδιο σε κάποια σειρά τρόμου. Ο Ζωχιός κάνει αναφορά στην κινηματογραφική μεταφορά της πράγματι από τον Μάριο Μπάβα (ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της χρυσής εποχής των ιταλικών ταινιών τρόμου) το 1963, ως μέρος της σπονδυλωτής ταινίας «I Tre Volti Della Paura» (στα ελληνικά αποδόθηκε ως «Τα τρία πρόσωπα του Σατανά» και στα αγγλικά ως «Black Sabbath») με τον Μπόρις Καρλόφ σε έναν από τους πρωταγωνιστικούς ρόλους αλλά και τη νεότατη Ρίκα Διαλυνά ως «Μαρία», αναδεικνύοντας με αυτό τον τρόπο την αξία και τη διαχρονικότητα της νουβέλας.
Και τα τρία αυτά βιβλία, πέρα από την αξία των ιστοριών τους, περιλαμβάνουν τις εισαγωγές και τα επίμετρα των Γιώργο Θάνου και Σταμάτη Ζωχιού, που, με την πολύτιμη έρευνά τους και το πλήθος πληροφοριών που έχουν συλλέξει, καταφέρνουν να «φωτίσουν» τον μύθο, τη δαιδαλώδη προέλευσή του αλλά και το κοινωνικοπολιτικό υπόβαθρο που τον συνοδεύει. Το πολύτιμο αυτό τρίπτυχο αποτυπώνει με επιτυχία τη μετάβαση του μύθου από τις λαϊκές παραδόσεις στη λογοτεχνία και από εκεί στην pop κουλτούρα, υπενθυμίζοντάς μας ότι έχει βαθιές πολιτισμικές ρίζες και υπήρξε συχνά καθρέφτης ιστορικών, κοινωνικών και πολιτισμικών αλλαγών.
*Η κριτική δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στην έντυπη έκδοση της Εφημερίδας των Συντακτών (02-10-2025)