28 Χρόνια Μετά

★★★☆☆ (28 Years Later, Η.Π.Α., Ηνωμένο Βασίλειο, 2025, 115’)

  • Σκηνοθεσία: Ντάνι Μπόιλ

  • Ηθοποιοί: Τζόντι Κόμερ, Ααρον Τέιλορ-Τζόνσον, Τζακ Ο’Κόνελ

Ο βραβευμένος με Οσκαρ σκηνοθέτης Ντάνι Μπόιλ («Slumdog Millionaire», 2009, 120’) και ο διακεκριμένος σεναριογράφος και σκηνοθέτης Αλεξ Γκάρλαντ, υποψήφιος για Οσκαρ Πρωτότυπου Σεναρίου για το «Ex Machina» (2014, 108’), επανενώνονται ύστερα από 23 χρόνια, από την εποχή του εμβληματικού «28 μέρες μετά» (2002, 113’), για να επιστρέψουν σε έναν εφιαλτικό κόσμο, γεμάτο μολυσμένους και επιζώντες που προσπαθούν να ζήσουν σε έναν πλανήτη ρημαγμένο. Η νέα τους συνεργασία δεν στοχεύει απλώς στη συνέχιση του franchise, αλλά επιχειρεί να το επαναπροσδιορίσει αισθητικά και θεματικά, καταφέρνοντας, εν μέρει, να το αναζωογονήσει και να αποφύγει τις ευκολίες της επανάληψης.

Εχουν περάσει σχεδόν τριάντα χρόνια από τη διαρροή του ιού από ένα εργαστήριο βιολογικών όπλων. Στο παρόν, εν μέσω μιας παρατεταμένης και επιβεβλημένης καραντίνας, ορισμένοι έχουν βρει τρόπους να επιβιώνουν δίπλα στους μολυσμένους. Μια τέτοια ομάδα ζει απομονωμένη σε ένα μικρό νησί, το οποίο συνδέεται με την ηπειρωτική χώρα μέσω μιας μοναδικής, αυστηρά φυλασσόμενης γέφυρας. Οταν ένα μέλος της κοινότητας αναλαμβάνει μια αποστολή στο εσωτερικό της ηπειρωτικής χώρας, έρχεται αντιμέτωπο με μυστικά, θαύματα και φρικαλεότητες που αποκαλύπτουν πως η μετάλλαξη δεν αφορά μόνο τους μολυσμένους, αλλά και τους ίδιους τους ανθρώπους που επέζησαν.

Αναπόφευκτα η νέα ταινία του Μπόιλ θα συγκριθεί με την ταινία του 2002 που επαναπροσδιόρισε το είδος του μετα-αποκαλυπτικού κινηματογράφου και αποτέλεσε σημείο αναφοράς, ιδίως ως προς τη χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας. Η επιλογή της ψηφιακής κάμερας Canon XL1 λειτούργησε ως ένα ουσιώδες αισθητικό εργαλείο: η «τραχιά», σκοπίμως «ακατέργαστη» εικόνα έμοιαζε σαν να έχει τραβηχτεί με low-budget camcorder, ενισχύοντας την αίσθηση της εγκατάλειψης, της αβεβαιότητας και της κατάρρευσης ενός ολόκληρου κόσμου. Μια τεχνική που στα μετέπειτα χρόνια έγινε αντικείμενο αντιγραφής από πολλούς δημιουργούς (συνήθως ανεπιτυχώς).

Ο Μπόιλ, ωστόσο, δεν επιδιώκει απλώς να αναπαραγάγει το παρελθόν. Αντιθέτως, εισάγει νέα αφηγηματικά στοιχεία, εκσυγχρονίζοντας το κινηματογραφικό του σύμπαν και επιχειρώντας να το ευθυγραμμίσει με τις συνθήκες και τις ανησυχίες της σύγχρονης εποχής. Μιας εποχής που έχει βιώσει την εμπειρία μιας παγκόσμιας πανδημίας και τις συνέπειες μιας διαρκούς οικονομικής αστάθειας. Ταυτόχρονα πρέπει να παρουσιάσει κάτι διαφορετικό καθώς οι μετα-αποκαλυπτικές ταινίες και σειρές έχουν γίνει ένα είδος ανακυκλώσιμο από τα μεγάλα στούντιο και την τηλεόραση. Δίνοντας μεγαλύτερο βάθος στους χαρακτήρες του, χωρίς αυτό να συνεπάγεται έλλειψη έντασης, τρόμου ή σασπένς, ο Μπόιλ φιλοδοξεί να δημιουργήσει ένα έργο που, στον πυρήνα του, αγγίζει υπαρξιακά και κοινωνικά ζητήματα: τη θρησκεία, την απομόνωση, την εξουσία και την προοδευτική διάλυση του κοινωνικού ιστού.

Η σκηνοθεσία του παραμένει νευρώδης και αιχμηρή. Χρησιμοποιώντας iPhone και drones στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας προσπαθεί να αναδημιουργήσει την αμεσότητα της πρώτης ταινίας, όμως σε αυτό το κομμάτι αποτυγχάνει, κυρίως γιατί πια η ψηφιακή τεχνολογία έχει κάνει τεράστια βήματα και η υπερβολικά καθαρή, ψηφιακά «αποστειρωμένη» εικόνα δεν καταφέρνει να κάνει τον θεατή να «χαθεί» πια σε υποφωτισμένες, χαοτικές σκηνές όπου το βλέμμα παλεύει να διακρίνει τι ακριβώς συμβαίνει. Αυτός ο οπτικός αποπροσανατολισμός γεννούσε φόβο και αγωνία, ενώ η ψευδαίσθηση του χαοτικού, του αχαρτογράφητου, εδώ απουσιάζει. Ισως γι’ αυτό ο Μπόιλ και ο Γκάρλαντ επέλεξαν να μετατοπίσουν το βάρος της αφήγησης. Αντί να επενδύσουν αποκλειστικά στο οπτικό σοκ (αν και υπάρχουν αρκετές σκηνές που θα κάνουν πολλούς θεατές να απομακρύνουν το βλέμμα τους από την οθόνη) στρέφονται σε ένα σενάριο γεμάτο ανατροπές, δίνοντας παράλληλα μεγαλύτερη έμφαση στην ψυχολογική σκιαγράφηση των χαρακτήρων, στις σχέσεις και στα ηθικά τους διλήμματα.

Ο Μπόιλ τολμά κάτι διαφορετικό, θέλει να διευρύνει το κινηματογραφικό σύμπαν της ταινίας (αποτελεί το πρώτο μέρος μιας προγραμματισμένης τριλογίας, ήδη γυρίζεται το δεύτερο μέρος με τίτλο: «28 χρόνια μετά: Ο ναός των οστών», σε σκηνοθεσία Νία ΝταΚόστα («Candyman», «The Marvels»). Το «28 χρόνια μετά» θέτει τα θεμέλια για ένα νέο franchise, που μπορεί όντως να δώσει ξανά μια νέα πνοή ή να ανακυκλώσει ένα «κουρασμένο» κινηματογραφικό είδος.

*Η κριτική δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στην έντυπη έκδοση της Εφημερίδας των Συντακτών (19-06-2025)

Next
Next

Πάρτι χωρισμού