Αγάπη Μόνο

★★★☆☆ (Love, Νορβηγία, 2024, 119’)

  • Σκηνοθεσία: Ντάγκ Γιόχαν Χάουγκερουντ

  • Ηθοποιοί: Αντρέα Μπρέιν Χόβιγκ, Τάγιο Σιτταντέλα Γιάκομπσεν, Μάρτε Ενγκεμπρίγκτσεν

Ο Νορβηγός σκηνοθέτης Νταγκ Γιόχαν Χάουγκερουντ επιστρέφει με την τρίτη του ταινία, ολοκληρώνοντας την «Τριλογία του Όσλο», που ξεκίνησε με το «Sex – Όσα λένε οι άνδρες μεταξύ τους» (2024, 118’), συνεχίστηκε με το «Dreams» (2024, 110’), που του χάρισε την Χρυσή Άρκτο στο 75ο Φεστιβάλ Βερολίνου και θα προβληθεί στις 09/10 στο πλαίσιο των 31ων Νυχτών Πρεμιέρας και ολοκληρώνεται με το «Αγάπη Μόνο», που εστιάζει στην πολυδιάστατη έννοια της αγάπης, τόσο προς τον εαυτό μας όσο και για τους γύρω μας.

Σε ένα φωτεινό, καλοκαιρινό Όσλο, η Μαριάν, μια ρεαλίστρια γιατρός, γνωρίζει τυχαία τον Τορ, έναν συμπονετικό νοσοκόμο που αποφεύγει τις συμβατικές σχέσεις. Η απρόσμενη συνάντησή τους την οδηγεί να επανεξετάσει την έννοια της οικειότητας και της ελευθερίας, δοκιμάζοντας νέους τρόπους σύνδεσης. Καθώς το Όσλο ετοιμάζεται να γιορτάσει την εκατονταετηρίδα του, οι δυο τους αναζητούν τη θέση τους ανάμεσα στην επιθυμία και την ανάγκη για ανθρώπινη επαφή.

Η «Τριλογία του Όσλο», πραγματεύεται την πολυπλοκότητα των ανθρώπινων σχέσεων, τη σεξουαλικότητα και τα όρια που θέτουν πολλές φορές οι κοινωνικοί κανόνες και στερεότυπα με αποτέλεσμα να ορθώνονται τείχη ανάμεσα στους ανθρώπους. Με φόντο την πόλη του Όσλο, ο Χάουγκερουντ σκιαγραφεί εκτενώς τους χαρακτήρες του, με ένα σενάριο που εξερευνά σύγχρονα ζητήματα όπως η πολυγαμία και οι εφήμερες σχέσεις, καθώς και τη μεταμόρφωση των ανθρώπινων σχέσεων που «σπάνε» τους αυστηρούς κοινωνικούς κανόνες και αποκτούν ένα πιο ρευστό χαρακτήρα.

Η Μαριάν και ο Τορ, ανταλλάζουν μέσα από τις συζητήσεις τους, την φιλοσοφία που έχει υιοθετήσει ο καθένας για την ζωή του  και προσπαθούν να πάνε κόντρα στις δικές τους πεποιθήσεις και τα πιστεύω, εξερευνώντας δειλά καινούργια μονοπάτια στις διαπροσωπικές σχέσεις. Ο Χάουγκερουντ μέσα από πυκνό, καλοδουλεμένο διάλογο, με λιτή, σχεδόν θεατρική σκηνοθεσία,  επιλέγει να αφήσει την κάμερα να καταγράφει την προσωπική εξερεύνηση των χαρακτήρων του, οι οποίοι σταδιακά ανακαλύπτουν άλλες πτυχές του εαυτού τους και αποδομούν τις προκαταλήψεις τους γύρω από την αγάπη και το σεξ.

Προσεγγίζει τους χαρακτήρες του με αγάπη και τους αφήνει χώρο να «αναπνεύσουν», μέσα από σκηνές συνεχόμενου διαλόγου. Όμως οι εκτενείς διάλογοι δεν λειτουργούν πάντα μέσα στη ταινία και έτσι θυσιάζεται ο αφηγηματικός ρυθμός και τελικά εγκλωβίζεται σε μια σεναριακή υπερανάλυση, με την κάμερα απλώς να καταγράφει, χωρίς να μπορεί να μεταδώσει κάποιο συναισθηματικό φορτίο στον θεατή. Η ταινία δεν διαθέτει ένα αφηγηματικό άξονα που να συνδέει τους δευτερεύοντες χαρακτήρες και τις υποπλοκές, οι οποίες και αυτές δεν αναπτύσσονται αρκετά. Αν και το έργο εστιάζει στην αγάπη και την οικειότητα, υπάρχει μια διάχυτη αίσθηση απουσίας αυτών των στοιχείων και ένας εμφανής δισταγμός να αποτυπωθεί κινηματογραφικά η ανθρώπινη επαφή, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα αποστασιοποίησης που έρχεται σε αντίθεση με τις θεματικές του έργου.

*Η κριτική δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στην έντυπη έκδοση της Εφημερίδας των Συντακτών (09-10-2025)

Previous
Previous

Tron: Ares

Next
Next

The Smashing Machine: Η Καρδιά Ενός Μαχητή