Ο Κύριος των Νεκρών
★★½☆☆☆ (The Shrouds, Γαλλία, Καναδάς, 2025, 116’)
Σκηνοθεσία: Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ
Ηθοποιοί: Βενσάν Κασέλ, Ντάιαν Κρούγκερ, Γκάι Πιρς, Σαντρίν Χολτ
Ο Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ τρία χρόνια μετά την τελευταία του ταινία («Εγκλήματα του Μέλλοντος», 2022, 107’)), επιστρέφει με μια βαθιά προσωπική ταινία, που «κουβαλάει» όλες τις προηγούμενες θεματικές του, για να δημιουργήσει ένα body horror-υπαρξιακό δράμα που μιλά για την απώλεια, την σεξουαλική επιθυμία και τον πόνο (ψυχικό και σωματικό).
Έχοντας πάνω από πενήντα χρόνια δημιουργικής πορείας και υπηρετώντας ευλαβικά το body horror (υποείδος του horror fiction), και χαρίσει στο κοινό μερικές από τις πιο εμβληματικές ταινίες του είδους («Videodrome», 1983, 89’ «Η μύγα», 1986, 96, «Crash», 1996, 100’ ), ο Κρόνενμπεργκ έχει καταφέρει να διαμορφώσει ένα απόλυτα προσωπικό κινηματογραφικό σύμπαν, με στυλ που ο θεατής αναγνωρίζει αμέσως. Η νέα του ταινία είναι διαποτισμένη με την χαρακτηριστική «κρονενμπεργκική» ενέργεια: το σώμα, η τεχνολογία, η σεξουαλική εμμονή, η θλίψη, ο φετιχισμός και ο παραλογισμός ενώνονται και εδώ για να προσφέρουν ένα θέαμα που δεν είναι πάντα ευχάριστο. Ο Κρόνενμπεργκ ενσωματώνει στο νέο του έργο μια πληθώρα θεματικών, επιχειρώντας να διευρύνει τη ματιά του πέρα από τον θάνατο, τη φθορά και την ανθρώπινη επιθυμία για επανασύνδεση με τους αγαπημένους που έχουν χαθεί, μια επιθυμία που, στην ταινία, μετατρέπεται σε εμμονή. Παράλληλα, ασχολείται με ζητήματα σύγχρονης τεχνολογίας και Τεχνητής Νοημοσύνης, σκιαγραφώντας ένα μέλλον που μοιάζει ολοένα και πιο κοντινό, πιο απειλητικά οικείο.
Με πρωταγωνιστές τον Βενσάν Κασέλ και την Νταϊάν Κρούγκερ, ο Κρόνενμπεργκ αφηγείται την ιστορία του Καρς, ενός επιφανούς επιχειρηματία που, συντετριμμένος από τον θάνατο της γυναίκας του, ιδρύει την εταιρεία GraveTech. Εκεί αναπτύσσει μια επαναστατική, - αλλά βαθιά αμφιλεγόμενη -, τεχνολογία, η οποία επιτρέπει στους ζωντανούς να παρακολουθούν τους νεκρούς αγαπημένους τους μέσα στους τάφους τους. Μια νύχτα, αρκετοί από αυτούς τους «ψηφιακούς τάφους», ανάμεσά τους και εκείνος της γυναίκας του, βεβηλώνονται με βάναυσο τρόπο. Ο Καρς ξεκινά την αναζήτηση των δραστών, σε μια διαδρομή που σταδιακά μετατρέπεται σε ψυχολογικό πορτρέτο: την αποσύνθεση ενός ανθρώπου που βλέπει τον εαυτό του να καταρρέει μαζί με την αγάπη του.
Για έναν νέο θεατή του Κρόνενμπεργκ, η παραπάνω πλοκή μπορεί να φανεί αλλόκοτη και έντονα σουρεαλιστική. Ωστόσο, με ένα έργο που διαρκώς υπερβαίνει τα όρια του ρεαλισμού και ενσωματώνει στοιχεία επιστημονικής φαντασίας, η νέα του ταινία κινείται με συνέπεια μέσα στο γνώριμο «κρονενμπεργκικό» σύμπαν. Δημιουργεί μια ατμόσφαιρα συγγενική με την προηγούμενη ταινία του και υιοθετεί, για άλλη μια φορά, τη βαθιά πεσιμιστική του οπτική.
Η Νταϊάν Κρούγκερ ξεχωρίζει στον απαιτητικό τριπλό ρόλο της, ενσαρκώνοντας τη σύζυγο του Καρς, τη δίδυμη αδερφή της, αλλά και την ψηφιακή του προσωπική βοηθό. Μέσα από αυτή την τριπλή ενσάρκωση, στοιχειώνει κυριολεκτικά την οθόνη, με τη λιγομίλητη παρουσία της και το σώμα της, - φορέας ταυτόχρονα του πόθου και του πόνου -. Η μορφή της λειτουργεί συχνά ως υπενθύμιση του παρελθόντος για τον Καρς: η ανάμνηση της Μπέκα πριν από τον καρκίνο ξυπνά τη σωματική τους επιθυμία, ενώ η παρακολούθηση του σώματός της στην αποσύνθεση ανασύρει τις επώδυνες εικόνες από την περίοδο της αρρώστιας, όταν καθημερινά έβλεπε τη γυναίκα του να διαλύεται. Αυτή η πλευρά του έργου παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς ο τρόμος συνυπάρχει με έναν υπαρξιακό στοχασμό πάνω στον θάνατο, τη μνήμη και την αποδοχή. Ωστόσο, όσο η ταινία εξελίσσεται, οι θεματικές αυτές εξαντλούνται σχετικά γρήγορα, με τον Κρόνενμπεργκ να προσπαθεί να εισάγει μια πλοκή που ισορροπεί ανάμεσα στο αστυνομικό/πολιτικό θρίλερ και το υπαρξιακό δράμα. Όταν αυτά τα στοιχεία εμφανίζονται, δυστυχώς δεν εντάσσονται στο γνωστό πλαίσιο που έχει καθιερώσει στα προηγούμενα έργα του: δηλαδή μέσα από μια σατιρική ματιά που λειτουργεί ως σχόλιο πάνω στην κοινωνία και την τεχνολογία. Καθώς μετατοπίζεται ο πυρήνας του έργου από την υπαρξιακή αναζήτηση προς μια πιο συμβατική αφήγηση, η ταινία αρχίζει να χάνει τη δυναμική της και να κουράζει.
Η ταινία αποτελεί μια βαθιά προσωπική υπόθεση για τον Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ. Όπως έχει δηλώσει σε συνεντεύξεις, η έμπνευση για το έργο ήρθε από τη δική του απώλεια — τον θάνατο της συζύγου του, Κάρολυν Ζίφμαν. Μόλις γνωρίζει κανείς αυτή τη λεπτομέρεια, γίνεται εύκολα αντιληπτό πως ο πόνος του διαπερνά κάθε πτυχή της ταινίας. Ο Κύριος των Νεκρών φέρει τον καταθλιπτικό και πεσιμιστικό τόνο του προηγούμενου έργου του, με την ατμόσφαιρα να είναι αποπνικτικά κλειστοφοβική, χωρίς καμία αίσθηση λύτρωσης. Υπάρχουν στιγμές που η ταινία γίνεται σχεδόν αβάσταχτη: τόσο ωμή, τόσο αληθινή, που ο θεατής αδυνατεί να την παρακολουθήσει χωρίς να νιώσει αμηχανία. Ο Κρόνενμπεργκ δεν προσπαθεί να καταπραΰνει τον πόνο ούτε να εξηγήσει το πένθος — απλώς το καταγράφει, με ανελέητη ειλικρίνεια.