Την Έλεγαν Μαρία

★★½☆☆☆ (Being Maria, Γαλλία, 2024, 102’)

  • Σκηνοθεσία: Τζέσικα Παλίντ

  • Ηθοποιοί: Αναμαρία Βαρτολομέι, Σελέστ Μπρουνκέλ, Τζουζέπε Μάτζιο

Η Γαλλίδα σκηνοθέτις Τζέσικα Παλίντ, βασισμένη στο βιβλίο «Tu t’appelais Maria Schneider», της Βανέσας Σνάιντερ, (ξαδέρφης της Μαρίας Σνάιντερ), δημιουργεί μια ταινία που καταγράφει τα εφηβικά χρόνια της ηθοποιού, την πρώτη της επαφή με τον κινηματογράφο και την είσοδό της στη διεθνή σκηνή, όταν σε ηλικία μόλις δεκαεννέα ετών πρωταγωνίστησε δίπλα στον Μάρλον Μπράντο, στο «Τελευταίο Τανγκό στο Παρίσι» (1972, 129’) του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι. Η αφήγηση εστιάζει στην τραυματική εμπειρία που αποκόμισε από τα γυρίσματα της ταινίας και στον καθοριστικό ρόλο που αυτή διαδραμάτισε στην προσωπική και επαγγελματική πορεία της.

Η Παλίντ, η οποία στο παρελθόν είχε συνεργαστεί με τον Μπερτολούτσι στην ταινία «Οι ονειροπόλοι» (The Dreamers, 2003, 115’), οικοδομεί μια βιογραφική αφήγηση που από την αρχή αποκαλύπτει τις προθέσεις της: να αφιερώσει τον μεγαλύτερο δυνατό κινηματογραφικό χρόνο στη λεπτομερή αναπαράσταση των γυρισμάτων του «Τελευταίο τανγκό στο Παρίσι», με στόχο να αποτυπώσει, με ωμότητα και πρόθεση να σοκάρει, την ψυχολογική και σωματική κακοποίηση που υπέστη η Μαρία Σνάιντερ από τον Μάρλον Μπράντο (τον οποίο ενσαρκώνει ο Ματ Ντίλον), με τη συνενοχή του Μπερτολούτσι, ο οποίος παραβιάζει τα όρια συναίνεσης στο όνομα της τέχνης. Μέσα από αυτή τη διαδικασία, αναδεικνύεται ο τρόπος με τον οποίο η Μαρία Σνάιντερ υπήρξε θύμα σεξουαλικοποίησης όχι μόνο κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, αλλά και στα επόμενα χρόνια, όπου σταδιακά τυποποιήθηκε ως μια ηθοποιός που προοριζόταν πολλές φορές να υποδυθεί τον ίδιο ρόλο σε παραλλαγές και να αντιμετωπίζεται αποκλειστικά ως μια σαγηνευτική παρουσία, συχνά εις βάρος του εξαιρετικού υποκριτικού ταλέντου της.

Ωστόσο, ενώ το φιλμ φαίνεται να επιδιώκει να αναδείξει το βίωμα της Μαρίας και θα μπορούσε να ψυχογραφήσει την προσωπικότητά της, η Παλίντ ξοδεύει σημαντικό αφηγηματικό χρόνο στην αναπαράσταση του τραύματος, παραμελώντας τη σκιαγράφηση της Μαρίας ως προσωπικότητας και ως καλλιτέχνιδος. Το αποτέλεσμα είναι μια μονοδιάστατη αφήγηση, που υποβιβάζει τη Σνάιντερ σχεδόν σε δευτερεύοντα ρόλο στην ίδια της τη βιογραφία. Η εμπειρία του «Τελευταίο τανγκό στο Παρίσι» παρουσιάζεται όχι απλώς ως μια στιγμή στη ζωή και την καριέρα της, αλλά ως η μοναδική στιγμή που αξίζει να ειπωθεί, ακυρώνοντας το υπόλοιπο του βίου της. Η μεταγενέστερη πορεία της ηθοποιού, που πρωταγωνίστησε σε αρκετές ταινίες, εμφανίστηκε στην τηλεόραση αλλά και η δράση της υπέρ των δικαιωμάτων των γυναικών στον χώρο του θεάματος, απουσιάζει. Η ταινία σταματά τη βιογραφική διαδρομή της στις αρχές της δεκαετίας του ’80, αφήνοντας έξω τις τρεις δεκαετίες ζωής που ακολούθησαν μέχρι τον θάνατό της, το 2011.

Από σκηνοθετικής απόψεως, η Παλίντ επιλέγει μια μελοδραματική αισθητική, που αγγίζει τα όρια της σαπουνόπερας, ειδικά όταν η ταινία εισέρχεται στο τρίτο μέρος, όπου καταγράφει τη ζωή της Μαρίας μετά το τέλος των γυρισμάτων, με την ίδια να «βυθίζεται» στις καταχρήσεις ουσιών και να ζει μια προσωπική κρίση λόγω της τραυματικής εμπειρίας της. Το τρίτο μέρος κυλάει γρήγορα, χωρίς ποτέ να σκιαγραφεί ουσιαστικά την προσωπικότητα της πρωταγωνίστριας, υπονομεύοντας, δυστυχώς, με αυτό τον τρόπο και την εξαιρετική ερμηνεία της Αναμαρία Βαρτολομέι.

Η ταινία περιορίζεται σε μια καταγγελία χωρίς πολυπλοκότητα και αποτυγχάνει να ανοίξει έναν ουσιαστικό διάλογο γύρω από την έννοια του τραύματος στην καλλιτεχνική διαδικασία αλλά και γύρω από την ηθική ευθύνη των δημιουργών.

*Η κριτική δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στην έντυπη έκδοση της Εφημερίδας των Συντακτών (17-07-2025)

Next
Next

Sorry, Baby