Καυτό Γάλα
★★½☆☆☆ (Hot Milk, Ελλάδα, Ηνωμένο Βασίλειο, 2025, 93’)
Σκηνοθεσία: Ρεμπέκα Λένκιεβιτς
Ηθοποιοί: Εμα ΜακΚέι, Φιόνα Σο, Πάτσι Φεράν, Γιαν Γκαέλ, Βαγγέλης Μουρίκης
Το σκηνοθετικό ντεμπούτο της καταξιωμένης σεναριογράφου Ρεμπέκα Λένκιεβιτς («Ida», σκην. Πάβελ Παβλικόφσκι, 2013· «She Said», σκην. Μαρία Σρέιντερ, 2022) βασίζεται στο ομότιτλο μυθιστόρημα της Ντέμπορα Λέβι και είναι ταινία γυρισμένη εξ ολοκλήρου στην Ελλάδα. Αφηγείται την ιστορία της Ρόουζ (Φιόνα Σο) και της κόρης της, Σοφίας (Εμα ΜακΚέι), που ταξιδεύουν από την Αγγλία στην Αλμερία, μια παραθαλάσσια πόλη της Ισπανίας, προκειμένου να συναντήσουν τον δρα Γκόμεθ, έναν αινιγματικό θεραπευτή. Ο λόγος; Η ελπίδα ότι εκείνος ίσως μπορέσει να δώσει λύση στη μυστηριώδη ασθένεια της Ρόουζ, η οποία την έχει καθηλώσει σε αναπηρικό αμαξίδιο εδώ και πολλά χρόνια.
Η Ρεμπέκα Λένκιεβιτς φαίνεται να μην τολμά να προχωρήσει πέρα από τον εύκολο δρόμο μιας σχετικά στρωτής αφήγησης. Η ταινία, παρότι θέτει κεντρικό άξονα τη σχέση μητέρας - κόρης, την αντιστροφή των ρόλων και τον εγκλωβισμό της νεαρής Σοφίας σε μια ζωή αφιερωμένη στη φροντίδα της μητέρας της, αδυνατεί να εμβαθύνει.
Η σκηνοθέτρια επιχειρεί να εξερευνήσει τη σχέση των δύο γυναικών μέσα από το πρίσμα της θυσίας, της αλληλεξάρτησης και της φυγής. Παράλληλα, αναδεικνύεται το ζήτημα της γονεϊκής ζήλιας. Η Ρόουζ, ανήμπορη και καταδικασμένη σε μια στάση ακινησίας, παρακολουθεί τη νεαρή κόρη της να κυκλοφορεί υγιής και γεμάτη νεότητα· οι ματιές και οι σιωπές της προδίδουν τη ζήλια που φουντώνει μέσα της. Στο ίδιο μοτίβο εντάσσεται και η κόρη, η οποία αρχίζει να αμφιβάλλει αν πράγματι η μητέρα της δεν μπορεί να περπατήσει ή αν υποκρίνεται με σκοπό να την εγκλωβίσει στο πλευρό της.
Η Λένκιεβιτς καταφέρνει να αποτυπώσει με ένταση τόσο τη ζήλια της μητέρας όσο και την καχυποψία της κόρης, δίνοντας μικρές πινελιές θρίλερ. Κινηματογραφεί με θαυμάσιο τρόπο το καυτό καλοκαίρι, τη ραστώνη και την ακινησία της καθημερινότητας, ενώ τοποθετεί μια λεσβιακή σχέση στο επίκεντρο της ιστορίας. Σε αρκετές στιγμές, οι δύο γυναίκες μοιάζουν με ακίνητα αγάλματα, παγιδευμένα σε μια ζωή δίχως μέλλον. Το οδοιπορικό τους θα μπορούσε να αποτελέσει αφορμή για μια ουσιαστική εσωτερική εξερεύνηση, αλλά τελικά η δημιουργός εγκλωβίζεται σε σεναριακές κατασκευές και μια αποστασιοποίηση που γεννά δύο κενούς χαρακτήρες, με την κόρη να σκιαγραφείται ελάχιστα. Αυτές οι επιλογές υπομονεύουν την υπαρξιακή διάσταση που προσπαθεί να εμφυσήσει στο έργο της.
Η ταινία θα μπορούσε να αναπτύξει πολλαπλά αφηγηματικά μονοπάτια, εξερευνώντας τις διάφορες θεματικές της, τελικά όμως μένει μετέωρη, διστάζοντας να επιλέξει ποιον χαρακτήρα θα τοποθετήσει στο πρώτο πλάνο. Η Λένκιεβιτς μοιάζει με μια σκηνοθετική φωνή που προς το παρόν δείχνει διστακτική να αναμετρηθεί με το βάρος των ίδιων των θεμάτων της.
*Η κριτική δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στην έντυπη έκδοση της Εφημερίδας των Συντακτών (11-09-2025)