Όταν το Φως Πέφτει
★½☆☆☆ (Light Falls, Γεωργία, Ελλάδα, 2023, 95’)
Σκηνοθεσία: Φαίδων Παπαμιχαήλ
Ηθοποιοί: Νίνι Νεμπιεριτζέ, Ελένσιο, Σίλβιο Γκόσκοβα, Γιούξιν Πλοβίστι, Γιούργκεν Μάρκου, Μάκης Παπαδημητρίου
Ο Φαίδων Παπαμιχαήλ είναι ένας από τους πιο αναγνωρισμένους διευθυντές φωτογραφίας παγκοσμίως. Εχει συνεργαστεί με σκηνοθέτες όπως ο Αλεξάντερ Πέιν και ο Βιμ Βέντερς και έχει υπάρξει δύο φορές υποψήφιος για Οσκαρ («Nebraska», 2013, 115’ και «Η δίκη των 7 του Σικάγου», 2020, 129’). Το «Οταν το φως πέφτει» αποτελεί την πέμπτη του σκηνοθετική απόπειρα, με την οποία επιχειρεί να αντλήσει έμπνευση από το υποείδος «Rape and Revenge», ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα κινηματογραφικά υποείδη, στο οποίο ανήκουν φιλμ όπως «Το τελευταίο σπίτι αριστερά» (1972, 84’) του Γουές Κρέιβεν και το «I spit on your grave» (1978, 102’) του Μέιρ Ζάρτσι. Παράλληλα, προσπαθεί να ενσωματώσει το κοινωνικό σχόλιο, σε μια φιλόδοξη αλλά αδέξια πρόσμιξη, που τελικά γυρίζει μπούμερανγκ, υπονομεύοντας τόσο το θέμα όσο και την πρόθεσή του.
Η Κλάρα, ένα μοντέλο από τη Γεωργία, βρίσκει δουλειά στην Ελλάδα και παίρνει μαζί της τη φίλη της, την Ελα, για διακοπές σε ένα ελληνικό νησί. Ο Αλτιν, ο Βετόν και ο Εντι -νεαροί Αλβανοί που ζουν στη χώρα χωρίς επίσημα έγγραφα- διαμένουν παράνομα σε ένα εγκαταλελειμμένο παραθαλάσσιο ξενοδοχείο. Οταν οι δύο γυναίκες αποφασίζουν να εξερευνήσουν τον χώρο, ένα απροσδόκητο ατύχημα θα φέρει τους δύο κόσμους σε αναγκαστική επαφή. Το γλωσσικό χάσμα, η καχυποψία και ο φόβος γεννούν μια σειρά παρεξηγήσεων, που εξελίσσονται ραγδαία σε μια σπειροειδή πορεία βίας και εκδίκησης.
Η ταινία ξεκινά με υποσχέσεις, «χτίζοντας» μια κλειστοφοβική ατμόσφαιρα και παρουσιάζοντας αρχικά ενδιαφέροντες χαρακτήρες. Από τις πρώτες σκηνές διαφαίνεται μια πρόθεση να καταγραφεί η πραγματικότητα μέσα από ένα αίσθημα απειλής, προσδίδοντας στην αφήγηση τα στοιχεία ενός ψυχολογικού θρίλερ. Ο Παπαμιχαήλ, αξιοποιώντας την εξαιρετική του ματιά στη διεύθυνση φωτογραφίας και με τη συμβολή του Ακη Κωνσταντακόπουλου, δημιουργεί ένα έντονα ατμοσφαιρικό πορτρέτο του νησιού. Επιλέγει να χρησιμοποιήσει την κάμερα όχι για να αναδείξει τη βία άμεσα, αλλά για να την υπαινιχθεί. Μια σπάνια επιλογή για ταινία που ανήκει στο υποείδος «Rape and Revenge», το οποίο παραδοσιακά στοχεύει στο σοκ και την πρόκληση.
Ωστόσο, όλα τα θετικά στοιχεία της ταινίας εξανεμίζονται μέσα από μια απλοϊκή και σχηματική προσέγγιση. Πολύ σύντομα, η ταινία παίρνει τη μορφή ενός τυπικού θρίλερ γεμάτου κλισέ, με την όποια κοινωνική κριτική να χάνεται ανάμεσα σε σκηνές όπου οι χαρακτήρες λειτουργούν περισσότερο ως κινούμενα στερεότυπα και το σενάριο να θυμίζει περισσότερο συρραφή μοτίβων δανεισμένων από αμερικανικά θρίλερ. Παρά τις πιθανόν ειλικρινείς προθέσεις του Παπαμιχαήλ να καταγράψει τη σύγκρουση δύο διαφορετικών κόσμων, των προνομιούχων τουριστριών και των περιθωριοποιημένων εργατών, ο τρόπος με τον οποίο υλοποιείται η ιδέα καταλήγει αφελής και ξεπερασμένος. Η απόπειρα να αναδειχθούν ζητήματα περιθωριοποίησης και ρατσισμού αντιστρέφεται, με αποτέλεσμα η ταινία να μοιάζει τελικά περισσότερο ως μια αφήγηση που «μιλά» για τους κακούς ξένους και τις άτυχες τουρίστριες που βρέθηκαν στον δρόμο τους.
*Η κριτική δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στην έντυπη έκδοση της Εφημερίδας των Συντακτών (08-05-2025)