Λαμπυρίσματα
★★★☆☆ (Glimmers, Ισπανία, 2024, 101’)
Σκηνοθεσία: Πιλάρ Παλομέρο
Ηθοποιοί: Πατρίθια Λόπεθ Αρνάιθ, Μαρίνα Γκερόλα, Αντόνιο δε λα Τόρε, Χουλιάν Λόπεθ
Η Πιλάρ Παλομέρο, βραβευμένη με δύο Goya για το δράμα ενηλικίωσης «Schoolgirls» (2020, 97’), σκηνοθετεί την τέταρτη μεγάλου μήκους ταινία της, βασισμένη στο βιβλίο της Αϊντερ Ροντρίγκες «A Heart Too Big». Η ιστορία επικεντρώνεται στην Ιζαμπέλ, η οποία μετά από δεκαπέντε χρόνια χωρισμού και αποξένωσης, έχοντας ξαναφτιάξει τη ζωή της, επισκέπτεται τον πρώην σύζυγό της Ραμόν, έπειτα από παρότρυνση της κόρης τους, Μανταλέν. Ο Ραμόν είναι πλέον βαριά άρρωστος. Μέσα από τις συχνές επισκέψεις της, η Ιζαμπέλ αναμετριέται ξανά με τις πικρίες και τις μνησικακίες που πίστευε πως είχε αφήσει πίσω της. Ωστόσο, η συναναστροφή με τον Ραμόν στην πιο ευάλωτη φάση της ζωής του τής δίνει την ευκαιρία να επαναξιολογήσει την κοινή αποτυχία τους και να στραφεί με μεγαλύτερη διαύγεια στο παρόν της ζωής της.
Χωρίς μελοδραματισμούς, με μια σπάνια ευαισθησία και την κάμερα να παρατηρεί και να προσεγγίζει διακριτικά τους πρωταγωνιστές της όταν χρειάζεται, η Παλομέρο αφηγείται με ειλικρίνεια και σεβασμό μια ιστορία για τον θάνατο, τη φθορά, την αλληλεγγύη ανάμεσα στους ανθρώπους, αλλά και την επανασύνδεση μιας οικογένειας μέσα από μια επικείμενη τραγωδία. Ο Ραμόν αργοπεθαίνει, βρίσκεται στο τελευταίο στάδιο μιας ανίατης ασθένειας. Ωστόσο, η κάμερα δεν τον προσεγγίζει ως έναν άνθρωπο που καταρρέει, αλλά ως έναν άνθρωπο που συνεχίζει να ζει με αξιοπρέπεια, προσπαθώντας να αποδεχτεί το τέλος του. Από την άλλη, η Ιζαμπέλ –με την αφοπλιστική ερμηνεία της Πατρίθια Λόπεθ Αρνάιθ, η οποία τιμήθηκε με το Βραβείο Καλύτερης Γυναικείας Ερμηνείας στο Φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν– προσπαθεί να σταθεί δίπλα του, έστω και για λίγο, και να έρθει αντιμέτωπη με το κοινό τους παρελθόν. Η Παλομέρο επιλέγει σοφά να μην αποκαλύψει πλήρως τι ακριβώς συνέβη μεταξύ τους: τι διέλυσε τον δεσμό τους; Γιατί υπάρχει αυτή η απόσταση; Η εσωτερική σύγκρουση της Ιζαμπέλ αναδύεται μέσα από τις υπέροχες σιωπές της ταινίας, μέσα από την αποφυγή των βλεμμάτων ανάμεσα στο πρώην ζευγάρι. Χωρίς να ειπωθούν πολλά, καταλαβαίνουμε το δίλημμά της: να μείνει στο πλευρό ενός άντρα που της ξυπνά οδυνηρές μνήμες, για χάρη της κόρης τους, ή να σηκωθεί και να φύγει;
Η Παλομέρο συνομιλεί με τον θεατή. Αφήνει την κάμερα να «τρέχει», ενώ οι διάλογοι, μικροί, αποσπασματικοί, ρεαλιστικοί, καταγράφουν τις αγωνίες της οικογένειας. Η κάμερα «αιχμαλωτίζει» τη θλίψη και την έννοια του θανάτου όχι μόνο ως το αναπόφευκτο τέλος μιας ζωής, αλλά και ως το βάρος όσων θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί ή όσων ποτέ δεν υπήρξαν. Ο Ραμόν θρηνεί σιωπηλά το χαμένο του μέλλον: το ότι δεν θα δει την κόρη του να μεγαλώνει, αλλά και το παρελθόν, τον χαμένο χρόνο με την Ιζαμπέλ, που αναλώθηκε σε λάθος επιλογές. Η ταινία ισορροπεί με σχεδόν ποιητικό τρόπο ανάμεσα στο σκοτάδι και το φως. Αν και τα θέματα που πραγματεύεται είναι σκληρά και βαριά, πάντα υπάρχει ένας διάλογος, μια χειρονομία, που γεννά την ελπίδα. Ακόμα κι αυτή η δύσκολη επανένωση μοιάζει να προσφέρει μια νότα αισιοδοξίας για μια οικογένεια που είχε διαλυθεί εδώ και καιρό. Τα «Λαμπυρίσματα» είναι μια βαθιά συγκινητική ταινία. Παρ’ όλο που στο τρίτο μέρος χάνει τη δυναμική της και ακολουθεί μια πιο ασφαλή αφηγηματική οδό και δεν τολμά, παραμένει ένα έργο που μιλά για σημαντικά θέματα με τρυφερότητα, ανθρωπιά και ενσυναίσθηση.
*Η κριτική δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στην έντυπη έκδοση της Εφημερίδας των Συντακτών (15-05-2025)