Καμία Άλλη Επιλογή
★★★★☆ (No Other Choice, Ν. Κορέα, 2025, 139’)
Σκηνοθεσία: Παρκ Τσαν-γουκ
Ηθοποιοί: Λι Μπιόνγκ-χον, Σον Γιε-τζιν, Λι Σανγκ-μιν, Τσα Σουνγκ-γον
Η νέα ταινία του εμβληματικού Νοτιοκορεάτη σκηνοθέτη Παρκ Τσαν-γουκ («Oldboy», 2003, «Η Εκδίκηση μιας Κυρίας», 2005), έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στο διαγωνιστικό τμήμα του 82ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας και αφηγείται την ιστορία του Μάνσου, - ένας εξαιρετικός Λι Μπιόνγκ-χον, με συμπρωταγωνίστρια την υπέροχη Σον Γε-τζιν - ενός σκληρά εργαζόμενου οικογενειάρχη που βλέπει τη γεμάτη προνόμια ζωή του να καταρρέει όταν μετά από εικοσιπέντε χρόνια απολύεται. Βυθισμένος στην απόγνωση και αποφασισμένος να μην χάσει την άνεση και το κύρος του, καταστρώνει ένα μακάβριο σχέδιο: να εξοντώσει όλους τους υποψήφιους που διεκδικούν την ίδια θέση εργασίας με εκείνον στην εταιρία που θέλει να προσληφθεί.
Ριμέικ της ταινίας του Κώστα Γαβρά «Το Τσεκούρι» (The Ax, 2005), που βασίστηκε στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Ντόναλντ Γουέστλεϊκ, η ταινία του Παρκ είναι μια μαύρη κωμωδία όπου σάτιρα, πικρό χιούμορ, σουρεαλισμός και μια δόση κυνισμού αναμιγνύονται και στα χέρια του μετατρέπονται σε ένα κινηματογραφικό σύμπαν που στηλιτεύει τον άκρατο καπιταλισμό και μια κοινωνία που έχει αναγάγει την εργασία ως σκοπό ζωής και prestige και η απώλεια της σε μετατρέπει αυτομάτως σε παρία.
Ο Παρκ «χτίζει» την ταινία του αργά, ίσως το μόνο μειονέκτημά είναι αυτός ο αργός ρυθμός που κάποιες φορές επιβραδύνει την σφιχτοδεμένη αφήγηση, και συνθέτει την ψυχοσύνθεση του ήρωά του. Δημιουργεί μια διαδρομή όπου ο Μάνσου διαμορφώνεται: από φιλήσυχος οικογενειάρχης, που ζει μια ονειρική ζωή κάνοντας μπάρμπεκιου στον υπέροχο κήπο του σπιτιού του και είναι υπόδειγμα εργαζομένου, μετατρέπεται μετά την απόλυσή του, σε ένα απεγνωσμένο άντρα που αναζητά εργασία σε έναν κλάδο, τη βιομηχανία του χαρτιού, που πνέει τα λοίσθια. Τα εικοσιπέντε χρόνια εμπειρίας του διαγράφονται μονομιάς μέσα σε ένα καπιταλιστικό σύστημα που εξυψώνει κατά καιρούς επαγγέλματα, γεννά εργάτες και έπειτα τους «διαγράφει» εξίσου εύκολα. Το οικογενειακό εισόδημα μειώνεται και η μόνη επιλογή για εκείνον είναι να «εξαλείψει τον ανταγωνισμό», κυριολεκτικά, ώστε να αποκτήσει πάλι μια κοινωνική υπόσταση και κατ’ επέκταση να κερδίσει την θέση του ως πατριάρχης της οικογένειας. Μέσα από την ηθική κατάρρευση του πρωταγωνιστή, έρχεται και η τόσο έξυπνη αποδόμηση του Παρκ πάνω στις έννοιες πατριάρχης, προστάτης της οικογένειας και αρρενωπότητα.
Μέσα από τις σκηνές των δολοφονιών ο Παρκ μεταμορφώνει τον Μάνσουν από έναν αμήχανο, φοβισμένο, διστακτικό άνθρωπο σε μια μηχανή-δολοφόνο. Από την πρώτη δολοφονία όπου εισάγει ένα μαύρο χιούμορ και ένα παραλογισμό, ο Παρκ σταδιακά μετατρέπει τις δολοφονίες σε οργανωμένα σχέδια, όπου το αίσθημα της ενοχής και του φόβου υπερκαλύπτεται από μια στυλιζαρισμένη βία που όμως δεν την εξυψώνει αλλά περισσότερο απογυμνώνει τον ήρωα, δημιουργώντας ένα αίσθημα δυσαρέσκειας και αποστροφής.
Η ταινία του είναι χαώδης, παράλογη, όπως και ο κόσμος μας, αλλά ταυτόχρονα απολύτως λογική, βγάζει νόημα και αυτό είναι ίσως το πιο τρομαχτικό. Το έργο του δεν ζητά να νιώσεις κάτι διαφορετικό από τον παραλογισμό που ζούμε καθημερινά, μέσα σε έναν κόσμο που έχει τοποθετήσει την εργασία πάνω από την ίδια τη ζωή.
Στο τελευταίο μισό της ταινίας, ο Παρκ μας κλείνει το μάτι: για την έλευση μιας νέας απειλής όπως η τεχνητή νοημοσύνη και με μια υπέροχη σεκάνς (που δεν θα την μαρτυρήσουμε) μας κάνει να αναρωτηθούμε για την ουσία της ανθρώπινης φύσης.
*Η κριτική δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στην έντυπη έκδοση της Εφημερίδας των Συντακτών (13-11-2025)