Μια Μάχη Μετά την Άλλη

★★★★☆ (One Battle After Another, Η.Π.Α., 2025, 170’)

  • Σκηνοθεσία: Πολ Τόμας Άντερσον

  • Ηθοποιοί: Λεονάρντο ΝτιΚάπριο, Σον Πεν, Μπενίσιο ντελ Τόρο, Ρετζίνα Χολ

Ο Πολ Τόμας Άντερσον επιστρέφει στον κινηματογράφο τέσσερα χρόνια μετά την «Πίτσα Γλυκόριζα» («Licorice Pizza, 2021), μεταφέροντας στην μεγάλη οθόνη το βιβλίο του Τόμας Πίντσον, «Vineland»,(στο παρελθόν είχε διασκευάσει και το βιβλίο του «Έμφυτο ελάττωμα» («Inherent Vice, 2014, 149’). Κρατώντας μόνο την κεντρική ιδέα, δημιουργεί με αφορμή αυτή μια μαύρη κωμωδία, με έντονη, καταιγιστική δράση, πλαισιωμένη από ένα εξαιρετικό καστ και μια πολιτική ματιά που «συνομιλεί» με την σύγχρονη εποχή και κυρίως την ίδια του την χώρα, που βυθίζεται καθημερινά στην άβυσσο του συντηρητισμού και του αυταρχισμού.

Σε μια Αμερική που έχει μετατραπεί σε απολυταρχικό κράτος, μια ομάδα επαναστατών μεταξύ αυτών ο Μπομπ και η συνεργάτιδα του Περφίντια θα έρθουν σε σύγκρουση με τον σκληροτράχηλο συνταγματάρχη Λόκτζο, με απρόβλεπτες συνέπειες. Δεκαέξι χρόνια αργότερα, ο Μποπ ζει με την κόρη του Γουίλα και όταν ο παλιός του εχθρός επανεμφανίζεται καλείται να αντιμετωπίσει το παρελθόν του αλλά και να προστατέψει την κόρη του.

Ο Άντερσον με απίστευτη ικανότητα δημιουργεί μια δυστοπική σατυρική κωμωδία που συνδυάζεται με οικογενειακό δράμα, κοινωνικοπολιτικές αναφορές και μια διορατικότητα για ένα μέλλον που μπορεί να μοιάζει υπερβολικό αλλά με τα γεγονότα του σήμερα φαντάζει ως ένα απολύτως ρεαλιστικό σενάριο. Μέσα από τα «γεμάτα» 170 λεπτά της, η ταινία δεν σε αφήνει να πάρεις ανάσα. Ο χρόνος τρέχει αμείλικτα και σε αντίθεση με προηγούμενες δουλειές του Άντερσον, εδώ δείχνει να αποζητά περισσότερο μια σύγκρουση χαρακτήρων και καταστάσεων πιο άμεση, πιο επείγουσα, ίσως γιατί αυτό που θέλει να εκφράσει, για την Αμερική του Τράμπ, που καταρρέει, που χάνεται και οδηγείται σε μια κοινωνική και ταξική σύγκρουση έρχεται με ιλιγγιώδη ταχύτητα και μοιάζει αναπόφευκτη.

Ο Άντερσον ενσωματώνει όλο το κυνηγητό, τις εκρήξεις, την ανταλλαγή πυροβολισμών μέσα στο όραμά του και διανθίζει την ταινία του με μια πολιτική σάτιρα ενώ οι θεματικές του περιστρέφονται γύρω από την μετανάστευση, τη μισαλλοδοξία και τον φανατισμό. Υπάρχουν ωστόσο στιγμές που η ταινία θα επωφελούταν από μια παύση, ώστε να διερευνήσει βαθύτερα τα θέματα που εγείρει. Επιλέγει να «ντύσει» την ταινία του με μια υπερβολή, θέλοντας να στηλιτεύσει τα κακώς κείμενα της εποχής και τις χώρας του, η οποία πάντοτε ζούσε και κινούταν μέσα σε αυτή, αλλά η συνεχής χρήσης της οδηγεί σε μια σκιαγραφήσει χαρακτήρων που σε αρκετά σημεία αγγίζουν τα όρια της καρικατούρας, κυρίως ο ρόλος του Σον Πεν.

Το να χαρακτηριστεί το φιλμ του Άντερσον ως μια καθαρά πολιτική ταινία αδικεί πρώτα απ’ όλα την ίδια την ταινία, που μοιάζει πολλές φορές να μην παίρνει ούτε τον εαυτό της σοβαρά. Της λείπει το απαιτούμενο βάθος μια πολιτικής ταινίας που εξερευνά τους μηχανισμούς ενός απολυταρχικού κράτους και τις αιτίες δημιουργίας του, ωστόσο το φιλμ επιχειρεί μέσα από μια ευκολοχώνευτη παρουσίαση να αφυπνίσει τον θεατή, καλώντας τον να τρυπήσει την επιφάνεια και να αντιληφθεί τους κινδύνους της εποχής μας.

*Η κριτική δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στην έντυπη έκδοση της Εφημερίδας των Συντακτών (25-09-2025)

Next
Next

Διαβάζοντας τη Λολίτα στην Τεχεράνη