Riviera

★½☆☆☆☆ (Ελλάδα, Γαλλία, 2024, 84’)

  • Σκηνοθεσία: Ορφέα Περετζή

  • Ηθοποιοί: Εύα Σαμιώτη, Μιχάλης Συριόπουλος, Μαρία Αποστολακέα

Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Ορφέα Περετζή, που έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο Διαγωνιστικό Τμήμα New Filmmakers του 48ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Σάο Πάολο και απέσπασε τέσσερα βραβεία στο 65ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (της Διεθνούς Ομοσπονδίας Κριτικών Κινηματογράφου – FIPRESCI, της ΕΡΤ, του Best Location, καθώς και το Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενης Ηθοποιού, που απονεμήθηκε εξ ημισείας στις Εύα Σαμιώτη και Μυρτώ Μεϊτάνη Καστρινάκη), είναι μια coming-of-age ιστορία που επιχειρεί, μέσα από συμβολισμούς, να αποτυπώσει τη διάλυση μιας οικογένειας που κάποτε γνώρισε περίοδο οικονομικής ευρωστίας και την αλλαγή που φέρνει αυτή η παρακμή. Παράλληλα, επιχειρεί να επεκταθεί σε μια ευρύτερη αλληγορία για την κατάρρευση και τη ραγδαία μεταμόρφωση της ίδιας της χώρας και των πρωταγωνιστών της.

Στον τοίχο της οικογενειακής πανσιόν στην Αθηναϊκή Ριβιέρα ένας μυστηριώδης λεκές εμφανίζεται. Οι παλιοί ένοικοι ένας ένας την εγκαταλείπουν και οι εργολάβοι καιροφυλακτούν, η ανάπλαση βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη. Καθώς τα πάντα γύρω τους «εξευγενίζονται» δυο γυναίκες, η Αλκηστη και η Αννα, μητέρα και κόρη, θα προσπαθήσουν να ξαναχτίσουν τη σχέση τους και να βρουν τη θέση τους σε έναν κόσμο που αλλάζει με αμείλικτη ταχύτητα. Η «Riviera» φιλοδοξεί να πει πολλά, αλλά τελικά δεν λέει τίποτα. Οσα επιχειρεί να εκφράσει μέσα από την άτονη σκηνοθεσία και τους συμβολισμούς της δεν αποκτούν ποτέ πραγματικό βάθος, μένοντας σε μια επιφανειακή και συχνά επιτηδευμένη προσέγγιση. Η ταινία μοιάζει με μια άψυχη συρραφή κλισέ του νέου ελληνικού κινηματογράφου και «δανείων» από ανεξάρτητες ξένες παραγωγές που πραγματεύονται το θέμα της ενηλικίωσης. Από το εύρημα της μούχλας που κατατρώει το σπίτι –όπως και οι ζωές των πρωταγωνιστών «κατατρώγονται» από τη δική τους εσωτερική φθορά–, μια αλληγορία χιλιοειπωμένη και καθόλου πρωτότυπη, μέχρι την αδυναμία του σκηνοθέτη να αποφασίσει ποιο ύφος θέλει να ακολουθήσει. Από τη μία πλευρά ταλαντεύεται σε μια στρωτή αφήγηση, ενώ από την άλλη προσπαθεί να μιμηθεί το ύφος του Greek weird wave. Το αποτέλεσμα είναι μια ταινία που απλώς καταγράφει γεγονότα, χωρίς να εμβαθύνει ούτε να αναπτύσσει ουσιαστικά τους χαρακτήρες, οι οποίοι στηρίζονται σε ένα ισχνό backstory.

Οσο η ταινία προχωρά και επικεντρώνεται στην Αλκηστη, οι δευτερεύοντες χαρακτήρες, όπως η φίλη της Αφροδίτη (Μυρτώ Καστρινάκη Μεϊτάνη), που εισάγεται ήδη από το πρώτο πλάνο, απλώς εξαφανίζονται. Παράλληλα, η αφήγηση επιχειρεί ένα άλμα, όπως στη σκηνή προς το τέλος όπου η πρωταγωνίστρια προβαίνει σε μια πράξη που δεν δικαιολογείται δραματουργικά και αλλάζει αιφνίδια την τονικότητα της ταινίας. Πρόκειται για μια σκηνή που μοιάζει να έχει τοποθετηθεί αποκλειστικά για να προκαλέσει, δίχως σαφή λόγο ή ουσία. Η αποτύπωση των εφήβων παραμένει ελλιπής και μακριά από την πραγματικότητα, ενώ για ακόμη μια φορά η αφήγηση της ενηλικίωσης μιας έφηβης κοπέλας γίνεται μέσα από το «αντρικό» βλέμμα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται δραματουργικά.

*Η κριτική δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στην έντυπη έκδοση της Εφημερίδας των Συντακτών (04-09-2025)

Previous
Previous

Κλέφτης από Σπόντα

Next
Next

Μάρκο: μια επινοημένη αλήθεια