Τα Τέρματα του Αυγούστου
★★★☆☆ (Ελλάδα, 2025, 117’)
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος
Ο Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος («Ο Μανάβης», 2013, 82’) επιστρέφει στο είδος του ντοκιμαντέρ, πέντε χρόνια μετά την τελευταία του μυθοπλαστική ταινία «Ντάνιελ ‘16» (2020, 101’), με ένα φιλμ που επιχειρεί μια ψυχογράφηση της τοπικής ζωής ενός χωριού, με αφορμή το ποδοσφαιρικό τουρνουά που διοργανώνουν τα χωριά της νότιας Πίνδου. Ακολουθώντας την ομάδα του Αρματολικού, ο Κουτσιαμπασάκος ξετυλίγει τις ζωές των κατοίκων, σκιαγραφεί την καθημερινότητά τους και παρουσιάζει την ζωή της μικρής κοινότητας εν μέσω καλοκαιριού και την ένταση του ποδοσφαιρικού τουρνουά.
Σκηνοθετώντας τη φύση με λυρικότητα, όπου κάθε πλάνο αποπνέει μια μελαγχολική νότα και η καλοκαιρινή ραστώνη διαταράσσεται μόνο από την ένταση των αγώνων, ο Κουτσιαμπασάκος χειρίζεται με ευκολία τις πολλαπλές μεταβάσεις: από τα όμορφα φυσικά τοπία και την καθημερινότητα του χωριού, έως τους αγώνες ποδοσφαίρου οι οποίοι σκηνοθετούνται με αμεσότητα και ρεαλισμό.
Φυσικά το τουρνουά λειτουργεί ως μια αφορμή, ένα αφηγηματικό εργαλείο που του επιτρέπει να αναδείξει διάφορες πτυχές της επαρχιακής ζωής, τόσο τις θετικές όσο και τις αρνητικές. Αποφεύγει να ωραιοποιήσει την επαρχία, αντίθετα, επιδιώκει, μέσω της καταγραφής και της παρατήρησης, αλλά και μέσω συνεντεύξεων, - που λειτουργούν κυρίως ως εξιστόρηση της μνήμης της τοπικής κοινωνίας, εμπεριέχοντας μέσα τους ιστορίες ευαίσθητες και συγκινητικές, όπως μιας αγάπης που κράτησε ογδόντα χρόνια -, να παρουσιάσει με ειλικρίνεια την ζωή στο χωριό και τα βιώματα των κατοίκων του.
Παρ’ όλα αυτά, δεν δείχνει πάντοτε βέβαιος ως προς το που πρέπει να εστιάσει. Η σύζευξη των δυο θεματικών, η καταγραφή του ποδοσφαιρικού αγώνα και η παρατήρηση των ηλικιωμένων κυρίως κατοίκων δεν λειτουργεί πλήρως καθώς το ποδοσφαιρικό γεγονός έρχεται σε δεύτερη μοίρα. Δεν υπάρχει μια ικανοποιητική σύνδεση που να επιτρέπει μια ουσιαστικότερη ανάλυση της τοπικής ζωής, η οποία συνδέεται άρρηκτα με το ποδοσφαιρικό γεγονός, καθώς δεν εξερευνώνται σε βάθος οι σχέσεις των νεαρών ποδοσφαιριστών με την τοπική κοινωνία ή ακόμα και οι μεταξύ τους σχέσεις. Ούτε θίγεται το ζήτημα της σημασίας του τουρνουά ως μια μορφή έκφρασης και διεξόδου. Το ποδοσφαιρικό γεγονός ανά στιγμές μοιάζει ως ένα «ξένο» σώμα, αποκομμένο από το σύνολο, μια απλή προσθήκη που συμπληρώνει απλώς την καταγραφή της καθημερινότητας της τοπικής κοινωνίας και των εξιστορήσεων των γηραιότερων.
*Η κριτική δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στην έντυπη έκδοση της Εφημερίδας των Συντακτών (23-10-2025)