Springsteen: Deliver Me From Nowhere

★★★☆☆ (Η.Π.Α., 2025, 120’)

  • Σκηνοθεσία: Σκοτ Κούπερ

  • Ηθοποιοί: Τζέρεμι Αλεν Γουάιτ, Τζέρεμι Στρονγκ, Στίβεν Γκρέιχαμ

Η νέα ταινία του Σκοτ Κούπερ σηματοδοτεί την επιστροφή του σκηνοθέτη στο είδος της μουσικής βιογραφίας, το σκηνοθετικό του ντεμπούτο ήταν το οσκαρικό «Crazy Heart» (2009, 112’). Αυτή τη φορά διασκευάζει το ομώνυμο βιβλίο του Γουόρεν Ζέινς και εξιστορεί ένα σημαντικό σημείο καμπής στη ζωή και την καριέρα του ροκ σταρ Μπρους Σπρίνγκστιν.

Μετά το high της sold out περιοδείας του «The River», ο Σπρίνγκστιν απομονώνεται στο Colts Neck του Νιου Τζέρσεϊ και περνά τις μέρες του διαβάζοντας αμερικανική λογοτεχνία, ακούγοντας μουσική και παρακολουθώντας ταινίες. Ταυτόχρονα στοχάζεται πάνω στη δική του ύπαρξη και τη μέχρι τότε δημιουργική του πορεία, φέρνοντας παράλληλα στη μνήμη του τη δύσκολη παιδική του ηλικία, μεγαλώνοντας με έναν βίαιο και αλκοολικό πατέρα. Μέσα σε αυτή την περίοδο ενδοσκόπησης, θα ηχογραφήσει μόνος του, στο υπνοδωμάτιο του σπιτιού του, έναν από τους σημαντικότερος δίσκους της καριέρας του, και της παγκόσμιας μουσικής: το «Nebraska».

Ο Κούπερ προσεγγίζει τη δημιουργία του άλμπουμ όχι ως μια απλή καλλιτεχνική πράξη, αλλά ως μια βαθιά υπαρξιακή διαδικασία. Αναζητά την ισορροπία ανάμεσα σε μια προσωπογραφία αντάξια του ονόματος του Σπρίνγκστιν και στην απομυθοποίηση του «Αφεντικού» (προσωνύμιο που τον συνόδευε από τις αρχές της καριέρας του). Παρουσιάζει έναν άνθρωπο ευάλωτο, σημαδεμένο από το παρελθόν του, συνθέτοντας μια λιτή, στοχαστική βιογραφία για την ανάγκη συμφιλίωσης με το παρελθόν και τα τραύματα της παιδικής ηλικίας ώστε τελικά να υπάρξει ένα είδος απελευθέρωσης, λύτρωσης.

Ο Άλεν Γουάιτ υποδύεται τον Σπρίνγκστιν με πειστικότητα, εξωτερικεύει μέσω του σώματος του την εσωτερική ένταση, καταφέρνοντας να αποδώσει με συναισθηματικό βάθος την ψυχική φθορά ενός ανθρώπου που παλεύει με το παρελθόν και την κατάθλιψη. Όπως και ο Ράμι Μάλεκ στο «Bohemian Rhapsody» (σκην. Μπράιαν Σίνγκερ, 2018, 134’) τολμά να ερμηνεύσει ο ίδιος τα τραγούδια και παρόλο που στην αρχή υπάρχει ένας ελαφρύς μανιερισμός, δάνειο από τη σειρά «The Bear» (2022) που τον καθιέρωσε, τελικά τον αποτινάζει και παραδίδει κάτι ξεχωριστό.

Ο Κούπερ δεν αποφεύγει πάντα τις αφηγηματικές συμβάσεις, τα ασπρόμαυρα flashback από την παιδική ηλικία του τραγουδιστή είναι ίσως το πιο αδύναμο σημείο της ταινίας, ενώ και κάποιες διαδικασίες ως προς την καλλιτεχνική δημιουργία απλουστεύονται συμβαδίζοντας έτσι με κάποιους κανόνες μιας τυπικής βιογραφίας. Όμως τελικά παραδίδει ένα φιλμ που δεν δείχνει να ενδιαφέρεται για το εντυπωσιασμό ή τις μεγάλες συναυλίες (ο Σπρίνγκστιν έχει πολλές τέτοιες) αλλά για την ουσία που κρύβεται πίσω από κάθε μεγάλο επίτευγμα.

*Η κριτική δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στην έντυπη έκδοση της Εφημερίδας των Συντακτών (23-10-2025)

Previous
Previous

Nouvelle Vague

Next
Next

Τα Τέρματα του Αυγούστου