Ένα Απλό Ατύχημα

★★★★★ (It Was Just an Accident, Ιράν, Γαλλία, Λουξεμβούργο, 2025, 105’)

  • Σκηνοθεσία: Τζαφάρ Παναχί

  • Ηθοποιοί: Βαχίντ Μομπασερί, Μαριάμ Αφσαρί, Εμπραχίμ Αζίζι

Εχοντας κερδίσει τον φετινό Χρυσό Φοίνικα στο 78ο Φεστιβάλ Κανών και ένα οκτάλεπτο παρατεταμένο χειροκρότημα με όλους τους θεατές όρθιους, ο Τζαφάρ Παναχί επιστρέφει τρία χρόνια μετά το «Αρκούδες δεν υπάρχουν» (2022, 107’) με μια ταινία που απομακρύνεται από το σκηνοθετικό σχεδόν ντοκιμαντερίστικο ύφος στο οποίο τον έχουμε συνηθίσει. Παραμένει ωστόσο πιστός στο «κατηγορώ» του απέναντι στο απολυταρχικό καθεστώς του Ιράν. Αντλώντας έμπνευση από τα προσωπικά του βιώματα, τις φυλακίσεις, την απομόνωση και τον επίμονο διωγμό του από το ιρανικό καθεστώς, ο Παναχί μετατρέπει την προσωπική του δοκιμασία σε ταινία. Ουσιαστικά το νέο του έργο είναι μια προέκταση του ιδίου, με τους χαρακτήρες να λειτουργούν ως φορείς των υπαρξιακών του ανησυχιών. Σκιαγραφεί με εντυπωσιακό βάθος τους χαρακτήρες του, συνδυάζοντας το κωμικοτραγικό στοιχείο με τον ρεαλισμό. Οι ήρωές του είναι ταυτόχρονα ανθρώπινες υποστάσεις αλλά και σύμβολα, που λειτουργούν ως καθρέφτες των κοινωνικών και ηθικών αδιεξόδων που απορρέουν από τη ζωή υπό ένα απολυταρχικό καθεστώς.

Ο Εγκμπάλ, οδηγώντας νύχτα με τη σύζυγο και την κόρη του, χτυπά και σκοτώνει έναν σκύλο, προκαλώντας βλάβη στο αυτοκίνητό του. Στο συνεργείο όπου σταματά, συναντά τον Βαχίντ, έναν πρώην πολιτικό κρατούμενο που αναγνωρίζει στον ήχο του βήματος του πρόσθετου μέλους του Εγκμπάλ τον βασανιστή του. Ο Βαχίντ τον απάγει για να τον εκδικηθεί, αλλά σύντομα αρχίζει να αμφιβάλλει για την ταυτότητά του. Για να βρει την αλήθεια, ζητά τη βοήθεια άλλων θυμάτων: της φωτογράφου Σίβα, της Γκόλι και του μέλλοντα συζύγου της, Αλι, καθώς και του οργισμένου εργάτη Χαμίντ.

Γυρίζοντας την ταινία του κρυφά από το καθεστώς, ο Παναχί τοποθετεί την κάμερά του ως παρατηρητή και ξεδιπλώνει την ιστορία του με μαεστρία, έχοντας στο πλευρό του πέντε καταπληκτικούς ηθοποιούς που ενσαρκώνουν με αυθεντικότητα και βάθος πέντε υπέροχα καλογραμμένους χαρακτήρες. Χειρίζεται με ευκολία ένα σενάριο που αγγίζει βαθιά υπαρξιακά θέματα χωρίς ποτέ να καταφύγει σε μελοδραματισμούς ή διδακτισμό και ενσωματώνει την κωμωδία, όχι μόνο ως ανάσα πνοής, αλλά και ως ένα εργαλείο σάτιρας απέναντι στη διαφθορά και τον παραλογισμό του καθεστώτος.

Ο Παναχί χρησιμοποιεί το βαν του Βαχίντ ως σύμβολο της «φυλακής» όπου ζουν οι πρωταγωνιστές του. Εγκλωβισμένοι σε αυτόν τον περιορισμένο χώρο, περιπλανιούνται μέσα στους δρόμους και στην έρημο κουβαλώντας μαζί τους τα σωματικά και ψυχικά τους τραύματα, ανίκανοι να απαλλαγούν από το παρελθόν τους, όσο κι αν το επιθυμούν ή προσποιούνται ότι το έχουν καταφέρει. Και οι πέντε τους «κουβαλάνε» μέσα τους το δηλητήριο της εκδίκησης, με τον Χαμίντ να το εκδηλώνει ανοιχτά, ενώ οι άλλοι προσπαθούν να συγκρατήσουν τα ένστικτά τους, να διαφυλάξουν την ανθρωπιά τους.

Πόσο όμως μπορείς να επιβιώσεις παραμένοντας άνθρωπος όταν έχεις υποστεί βασανιστήρια κι εξευτελισμό μόνο και μόνο γιατί ζήτησες να έχεις δικαιώματα; Ο φόβος αποτελεί ένα από τα κεντρικά θέματα της ταινίας. Ο φόβος των πέντε να μην ξαναοδηγηθούν στη φυλακή και στα βασανιστήρια, ο φόβος του Βαχίντ όταν ακούει στην αρχή της ταινίας το ψεύτικο πόδι του βασανιστή του να τρίζει στο πάτωμα, ο φόβος να μη γίνουν και αυτοί ίδιοι με τους βασανιστές τους, να μην τους ρουφήξει η βία, το μίσος. Ο φόβος γίνεται η άυλη φυλακή τους. Δεν χρειάζονται τέσσερις τοίχοι για να φυλακιστεί το σώμα, αρκεί ο φόβος για να φυλακιστεί η ψυχή.

Καθώς η ταινία κυλάει, από την ένταση των πρώτων σκηνών οδηγούμαστε στο σουρεαλιστικό και άκρως κωμικό διάλειμμα του νοσοκομείου, με τον Παναχί να αφήνει στην άκρη το σκοτάδι για να μας επιτρέψει να αντικρίσουμε μια πιο γλυκιά, ανθρώπινη πλευρά της ζωής. Καθώς αναπνέουμε και μαζί με τους πρωταγωνιστές ξαποσταίνουμε, έρχεται η αναπόφευκτη τελική σεκάνς, που μας επαναφέρει στη σκληρή πραγματικότητα. Ο Βαχίντ και η Σίβα μένουν μόνοι με τον φερόμενο βασανιστή τους. Εκείνος δεμένος σε ένα δέντρο, η κάμερα σταθερή, να εστιάζει πάνω του, χωρίς να απομακρύνεται ποτέ. Οι δυο ήρωες, ψυχικά και σωματικά καταρρακωμένοι, ξεσπούν, τον βρίζουν, του ζητάνε εξηγήσεις, απαιτούν να μάθουν το «γιατί».

Ο Παναχί μετατρέπει αυτούς τους δυο χαρακτήρες -που μέχρι τώρα εναντιώνονταν στην εκδικητική συμπεριφορά του Χαμίντ- σε αγρίμια. Οι ρόλοι αντιστρέφονται, τώρα είναι αυτοί οι βασανιστές, κρατάνε δεμένο τον Εγκμπάλ, με ένα μαντίλι στα μάτια, του ζητούν να λογοδοτήσει, η βία επιστρέφει στη ζωή τους, μια σιωπηρή νίκη του καθεστώτος, απαρνούνται την ανθρωπιά τους και αγκαλιάζουν, έστω και για λίγο, το σκοτάδι. Οι Βαχίντ Μομπασερί και Μαριάμ Αφσαρί δίνουν ένα ρεσιτάλ ερμηνείας και ο Παναχί αποδεικνύει περίτρανα γιατί απέσπασε τον Χρυσό Φοίνικα. Μέσα από μια απλή, αυστηρά καδραρισμένη σκηνή, ο Παναχί σκιαγραφεί και τους τρεις χαρακτήρες με ορμή και πανανθρώπινη δύναμη. Τους απογυμνώνει, φανερώνει τα τραύματά τους, οδηγεί τον θεατή να αναλογιστεί πάνω στη φύση του ανθρώπου, στην τυραννία που γεννά τον φαύλο κύκλο της βίας και του μίσους.

Κι εκεί που πιστεύεις ότι όλα έχουν τελειώσει, πως μπορείς επιτέλους να συνειδητοποιήσεις τι έγινε, να «χωνέψεις» το ταξίδι που μόλις έζησες, ο Παναχί έρχεται με μια τελευταία σκηνή που λειτουργεί σαν απότομη γροθιά στο στομάχι και εσύ μένεις εμβρόντητος, καθηλωμένος να αναλογίζεσαι όχι μόνο για την πραγματικότητα του Ιράν, αλλά και για την ίδια την ανθρώπινη φύση.

*Η κριτική δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στην έντυπη έκδοση της Εφημερίδας των Συντακτών (16-10-2025)

Next
Next

Καλές Γιορτές