Βερμίλιο: Η Νύφη του Βουνού
★★★½☆☆ (Vermiglio, Ιταλία, 2024, 119’)
Σκηνοθεσία: Μάουρα Ντελπέρο
Ηθοποιοί: Τομάζο Ράνιο, Τζουζέπε Ντε Ντομένικο, Ρομπέρτα Ροβέλι, Μαρτίνα Σκριντζί
Η Μάουρα Ντελπέρο σκηνοθετεί την τέταρτη μεγάλου μήκους ταινία της, ένα έργο που απέσπασε τον Αργυρό Λέοντα στο Φεστιβάλ Βενετίας, αποτέλεσε την επίσημη πρόταση της Ιταλίας για τα 97α Όσκαρ στην κατηγορία Καλύτερης Διεθνούς Ταινίας και τιμήθηκε με επτά βραβεία David di Donatello. Ανάμεσά τους και εκείνο της Καλύτερης Σκηνοθεσίας — για πρώτη φορά στην ιστορία του θεσμού απονεμήθηκε σε γυναίκα δημιουργό. Τοποθετημένη το 1944, στις Ιταλικές Άλπεις, όπου ο πόλεμος λειτουργεί ως απομακρυσμένη αλλά διαρκής απειλή, η ταινία αφηγείται την ιστορία μιας οικογένειας που βλέπει την καθημερινότητά της να ανατρέπεται όταν ο Πιέτρο, λιποτάκτης του ιταλικού στρατού, βρίσκει καταφύγιο στο χωριό. Κατά τη διάρκεια τεσσάρων εποχών, η σχέση του με τη μεγαλύτερη κόρη της οικογένειας εξελίσσεται σε έναν απρόβλεπτο δεσμό, οδηγώντας και τους δύο –αλλά και την κοινότητά τους– σε ένα αναπόφευκτο πεπρωμένο.
Η ταινία της Ντελπέρο είναι ταυτόχρονα η ιστορία μιας οικογένειας και ένα κοινωνικό χρονικό μιας μικρής, απομονωμένης κοινότητας. Μέσα από αυτή τη διπλή εστίαση ξετυλίγεται με δεξιοτεχνία ένα πολυεπίπεδο δράμα, το οποίο συνδυάζει αφηγηματική πυκνότητα με μια αξιοθαύμαστη λιτότητα, καθιστώντας το έργο βαθιά βιωματικό για τον θεατή. Το «Βερμίλιο» μοιάζει με μια ανθρωπολογική μελέτη του παρελθόντος χωρίς να επιδιώκει τον εξωραϊσμό, και μόνο λίγες φορές ολισθαίνει σε αυτό το ατόπημα, κινδυνεύοντας να χαρακτηριστεί νοσταλγικό.
Η σκηνοθέτις ενορχηστρώνει μια αφήγηση χαμηλών τόνων, δομημένη πάνω σε βλέμματα, σιωπές και ανεπαίσθητες μεταβολές. Τα πλάνα της, με την πολύτιμη συμβολή του εξαίρετου διευθυντή φωτογραφίας Μιχαήλ Κρίτσμαν – γνωστού για τη συνεργασία του με τον Αντρέι Ζβιάγκιντσεφ σε ταινίες όπως ο «Λεβιάθαν» (2014, 142’) – είναι φιλτραρισμένα μέσα από ένα ψυχρό, γαλαζοπράσινο χειμωνιάτικο φως. Στη φύση, οι ανθρώπινες φιγούρες τοποθετούνται συνειδητά ως μικρές, σχεδόν ανεπαίσθητες παρουσίες μέσα στον όγκο του τοπίου. Η φύση δεν λειτουργεί ως φόντο, αλλά ως κυρίαρχο στοιχείο που υπαγορεύει τον δικό της ρυθμό, μια υπενθύμιση της ασημαντότητας της ανθρώπινης ύπαρξης απέναντι στο αργό και αμετάβλητο φυσικό τοπίο. Η φωτογραφία του Κρίτσμαν προσδίδει στην ταινία έναν οπτικό ρεαλισμό που συνάδει τέλεια με τη σκηνοθετική λιτότητα της ταινίας.
Η ταινία ισορροπεί με ακρίβεια ανάμεσα στη γραμμική και την ελλειπτική αφήγηση. Συχνά, σημαντικές εξελίξεις λαμβάνουν χώρα εκτός κάδρου, χωρίς εξηγήσεις – ένα σκόπιμο αφηγηματικό τέχνασμα που ενισχύει τον ρεαλισμό της ταινίας και αντανακλά τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε την πραγματικότητα: το βλέμμα στρέφεται αλλού, και όταν επιστρέφει, οι άνθρωποι έχουν ήδη αλλάξει. Οι πολλαπλές ιστορίες των χαρακτήρων διακλαδώνονται μεταξύ τους τόσο καλά που δεν υπάρχει ίχνος φλυαρίας όταν η Ντελπέρο αφηγείται τις ιστορίες τους, δίνοντάς τους ανθρώπινη υπόσταση. Παρότι η επιλογή μιας αποστασιοποιημένης καταγραφής μπορεί κατά τόπους να αδυνατίζει τη δραματουργική ένταση, εντούτοις επιτρέπει στην ταινία να λειτουργήσει ως παρατήρηση και μέσω αυτής να αποκτήσει και μια πολιτική διάσταση. Η Ντελπέρο αναδεικνύει με ακρίβεια τις συνθήκες που διαμορφώνουν τη γυναικεία ύπαρξη σε μια πατριαρχική, θρησκόληπτη και απομονωμένη κοινότητα. Η ενοχή, οι έμφυλοι περιορισμοί, οι σχέσεις εξουσίας, τα δεινά του πολέμου, η επιθυμία για ελευθερία και η αδυναμία φυγής σκιαγραφούνται μέσα από τους χαρακτήρες και την καταγραφή της καθημερινότητας τους.
Το «Βερμίλιο» αναδεικνύει πως η ιστορία γράφεται μέσα από τη σιωπηλή ζωή των «ανώνυμων» ανθρώπων. Μια στοχαστική μελέτη πάνω στον χρόνο, την κοινότητα και τις ανεπαίσθητες μεταβολές της ανθρώπινης ύπαρξης μέσα σε ένα αυστηρό φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον.
*Η κριτική δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στην έντυπη έκδοση της Εφημερίδας των Συντακτών (05-06-2025)