Οι Άγριες Μέρες Μας
★★☆☆☆ (Ελλάδα, 2025, 90’)
Σκηνοθεσία: Βασίλης Κεκάτος
Ηθοποιοί: Δάφνη Πατακιά, Νικολάκης Ζεγκίνογλου, Εύα Σαμιώτη, Σταύρος Τσουμάνης, Ναταλία Σουίφτ
Έξι χρόνια μετά τη βραβευμένη μικρού μήκους του «Η Απόσταση Ανάμεσα στον Ουρανό και Εμάς» (2019, 9’), που απέσπασε τον Χρυσό Φοίνικα για την καλύτερη ταινία μικρού μήκους στο 72ο Φεστιβάλ Καννών, ο Βασίλης Κεκάτος επιστρέφει με την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία. Ένα οδοιπορικό ενηλικίωσης που εκτυλίσσεται στην επαρχιακή Ελλάδα του σήμερα, μέσα από τα μάτια μιας ομάδας νέων που περιπλανώνται με ένα τροχόσπιτο.
Στο επίκεντρο της αφήγησης βρίσκεται η νεαρή Χλόη (Δάφνη Πατακιά), η οποία, αφού μένει άστεγη στην Αθήνα, εγκαταλείπει την πόλη με σκοπό να εγκατασταθεί στο σπίτι της μεγαλύτερης αδελφής της. Στην πορεία της συναντά μια ομάδα νέων που ταξιδεύουν με τροχόσπιτο, προσφέροντας βοήθεια σε ανθρώπους που ζουν στο περιθώριο. Μαγεμένη από την αντισυμβατική ζωή τους, η Χλόη εντάσσεται στην ομάδα, ξεκινώντας έτσι ένα προσωπικό ταξίδι αυτογνωσίας.
Υπάρχει μια αίσθηση ελευθερίας στις εικόνες του Βασίλη Κεκάτου, μια λαχτάρα φυγής, ένα βλέμμα στραμμένο στον δρόμο και το άγνωστο. Η σκηνοθετική του ματιά είναι ευαίσθητη, ικανή να συλλάβει τον μαγικό ρεαλισμό της καθημερινότητας και μιας ρευστής νεότητας, όπου μια ομάδα νέων ονειρεύεται ένα αύριο φτιαγμένο στα δικά της μέτρα, παρά τα εσωτερικά τραύματα τους. Ο Κεκάτος γνωρίζει πώς να κινηματογραφεί: ελέγχει τα κάδρα του με σιγουριά, συνθέτοντας εικόνες νωχελικές στην επιφάνεια, κάτω από τις οποίες σιγοβράζει μια υπόγεια ένταση, που σε ορισμένες σκηνές εκρήγνυται. Η κάμερα παρατηρεί τους ήρωες να υπάρχουν, να γελούν, να κολυμπούν, να καπνίζουν κάτω από τα αστέρια. Σε αυτές τις σιωπηλές στιγμές η ταινία θυμίζει την υπόσχεση που έδωσε: πως κάπου σε αυτό το ταξίδι θα υπάρξει αλήθεια, θα υπάρξει μεταμόρφωση. Ο Κεκάτος δείχνει να εμπιστεύεται το μέσο του – πως η εικόνα μπορεί να αποκαλύψει όσα δεν τολμούν να ειπωθούν μεταξύ των πρωταγωνιστών. Η φωτογραφία του Γιώργου Βαλσαμή αποτελεί έναν από τους πιο στιβαρούς πυλώνες της ταινίας: το φως απλώνεται πάνω σε πρόσωπα και τοπία, το ελληνικό καλοκαίρι (και οι διαδοχικές εποχές που παίρνουν φευγαλέα μπροστά μας) αποκτά υλική υφή, και οι εικόνες μοιάζουν άλλοτε με κινούμενες καρτ ποστάλ — που μερικές φορές συγκρούονται με τη θεματική του κοινωνικού περιθωρίου — κι άλλοτε με θραύσματα ενός συλλογικού ονείρου.
Ωστόσο, καθώς το φιλμ προχωρά, η αφηγηματική συνέπεια αρχίζει να χάνεται. Η υπόσχεση ενός επικίνδυνου, αποκαλυπτικού ταξιδιού ξεθωριάζει ήδη από το πρώτο ημίωρο. Οι χαρακτήρες περιφέρονται χωρίς σαφή προορισμό, παγιδευμένοι σε μια ακινησία που ακυρώνει κάθε δυνατότητα εξέλιξης ή εμβάθυνσης. Η όποια προσπάθεια δραματουργικής κορύφωσης έρχεται καθυστερημένα και δίχως αντίκρισμα. Ο Κεκάτος επιχειρεί να κινηθεί χωρίς σαφή σεναριακή πυξίδα, προσδοκώντας ίσως ένα σινεμά περισσότερο διαισθητικό και ελεύθερο αλλά η απουσία δομής λειτουργεί τελικά εις βάρος του. Η περιπλάνηση καταλήγει επαναληπτική, με μια κεντρική ιδέα που δεν αναπτύσσεται ουσιαστικά. Οι δευτερεύοντες χαρακτήρες παραμένουν σχηματικοί, με τις ερμηνείες των ηθοποιών να είναι άνισες και, σε ορισμένες στιγμές, να πασχίζουν να αποδώσουν διαλόγους υπερβολικά επιτηδευμένους, χωρίς αυθεντικότητα – παρά την πρόθεση να αποτυπωθεί η «φωνή» της νέας γενιάς. Ίσως τελικά αυτή η ιστορία να ήταν πιο αποτελεσματική ως σειρά (όπως το «Milky Way» (2023), που είχε δημιουργήσει πρόσφατα) όπου οι χαρακτήρες θα είχαν τον χρόνο να αναπνεύσουν, να μεγαλώσουν, να γίνουν κάτι πέρα από σκιαγραφήματα.
Το φιλμ δείχνει συχνά να μην εμπιστεύεται τους βασικούς του άξονες – την ενηλικίωση, τη φιλία, την απόδραση, τη σύγκρουση με το παρελθόν. Τους αγγίζει επιφανειακά, αποφεύγοντας να εμβαθύνει. Όπως το «American Honey» (2016, 163’) της Andrea Arnold, κατέγραψε την αποσύνθεση του Αμερικανικού Ονείρου, έτσι και ο Κεκάτος φαίνεται να επιδιώκει κάτι ανάλογο, χωρίς όμως να χτίζει το απαιτούμενο κοινωνικοπολιτικό υπόβαθρο. Το σενάριο μοιάζει με μια πρόχειρη συρραφή από pop αναφορές και Gen Z αισθητική και μια guest εμφάνιση του ΛΕΞ (χωρίς ουσιαστικό λόγο), που λειτουργούν περισσότερο ως κατάλογος τάσεων παρά ως οργανικό μέρος της αφήγησης. Η ταινία προσπαθεί να φανεί φρέσκια, με μια τελικά παλιομοδίτικη προσέγγιση.
Αυτό που μένει, είναι ένα έργο που μοιάζει να έχει φτιαχτεί με ενθουσιασμό αλλά χωρίς σαφή εσωτερική ραχοκοκαλιά. Ένα φιλμ με ονειρική φωτογραφία, κάποιες καλές ερμηνείες (οι δυο κύριοι πρωταγωνιστές: Δάφνη Πατακιά, Νίκος Ζεγκίνογλου) και γνήσιες τρυφερές στιγμές, το οποίο όμως χάνει την κατεύθυνσή του. Όπως το τροχόσπιτο στο οποίο επιβαίνουν οι ήρωες, έτσι και το ίδιο το φιλμ μοιάζει να διασχίζει την ελληνική επαρχία χωρίς κάποιο σαφή προορισμό.