F1: Η Ταινία

★★★☆☆ (F1, Η.Π.Α., 2025, 155’)

  • Σκηνοθεσία: Τζόζεφ Κοζίνσκι

  • Ηθοποιοί: Μπραντ Πιτ, Ντάμσον Ιντρις, Κέρι Κόντον, Χαβιέρ Μπαρδέμ

Η καινούργια ταινία του Τζόζεφ Κοζίνσκι («Top Gun: Maverick», 2022, 130’) διαθέτει όλα τα βασικά συστατικά ενός επιτυχημένου blockbuster: έναν σκηνοθέτη με αποδεδειγμένη ικανότητα στη διαχείριση θεαματικών σκηνών, ένα καστ γεμάτο χολιγουντιανούς αστέρες (Μπραντ Πιτ, Ντάμσον Ιντρις, Κέρι Κόντον, Χαβιέρ Μπαρδέμ), υψηλού επιπέδου παραγωγή, που αποτυπώνει την ένταση και την ταχύτητα της Formula 1, και την επιβλητική μουσική επένδυση του Χανς Ζίμερ. Εκείνο που του λείπει, όμως, είναι το βασικότερο: μια πραγματικά φρέσκια και ουσιαστική αφήγηση.

Η ταινία αφηγείται την ιστορία του Σάνι Χέις, ενός ξεπεσμένου πρώην οδηγού της Formula 1 που επιστρέφει στις πίστες για μια τελευταία ευκαιρία, όταν καλείται να σώσει την αποτυχημένη σεζόν μιας μικρής ομάδας. Εκεί συγκρούεται και συμπορεύεται με έναν νεαρό ταλαντούχο οδηγό.

Ο Τζόζεφ Κοζίνσκι αποτυπώνει με εντυπωσιακό ρεαλισμό τους αγώνες της Formula 1 και καταφέρνει να κινηματογραφήσει τις σκηνές των αγώνων σε πραγματικές πίστες Grand Prix, αξιοποιώντας στο έπακρο τις πολλαπλές γωνίες λήψης, δίνοντας μια δυναμική στην κινηματογράφηση που, σε συνδυασμό με το πολύ καλό μοντάζ του έμπειρου Στίβεν Μιριόν [βραβευμένος με Οσκαρ Μοντάζ για το «Traffic» (2000, 147’) του Στίβεν Σόντερμπεργκ], δημιουργεί την αίσθηση της αμεσότητας στον θεατή. Το αποτέλεσμα είναι μια εντυπωσιακή εμπειρία που σίγουρα θα εκτιμηθεί ιδιαίτερα από τους λάτρεις της Formula 1.

Ωστόσο, οι αγώνες και τα οχήματα δεν γίνονται ποτέ πραγματική επέκταση της ψυχοσύνθεσης των οδηγών (όπως συνέβαινε στην εξαιρετική ταινία του Ρον Χάουαρντ «Rush» (2013, 122’). Αντιθέτως, εδώ παραμένουν κυρίως μέσα θεάματος, οχήματα που κινούνται σε μια πίστα χωρίς να αντανακλούν τις εσωτερικές διαδρομές των ηρώων τους και αυτό γιατί ο Κοζίνσκι αποτυγχάνει να δημιουργήσει μια αφήγηση, πέρα από τις πίστες, με αληθινούς χαρακτήρες που έχουν βάθος.

Ολα κινούνται εντός της στερεοτυπικής αφήγησης ενός επικού δράματος, με την πλοκή να είναι απόλυτα προβλέψιμη και να προσφέρει ακριβώς αυτό που κανείς αναμένει: την αναγέννηση ενός ξεπεσμένου ειδώλου, ένα ρομαντικό ειδύλλιο και ενδιάμεσα φανταχτερούς αγώνες. Τίποτα δεν ανατρέπει την πεπατημένη και το δράμα, που υποτίθεται πως χτίζεται, παραμένει ισχνό, δίχως ψυχολογικό βάθος ή ουσιαστική συναισθηματική επένδυση. Το αποτέλεσμα είναι μια τεχνικά εντυπωσιακή ταινία, που όμως μπαίνει γρήγορα στα… πιτ-στοπ με χαλασμένη μηχανή.

*Η κριτική δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στην έντυπη έκδοση της Εφημερίδας των Συντακτών (26-06-2025)

Next
Next

Η Τζέιν Όστεν με κατέστρεψε