Το 47

★★★☆☆ (The 47, Ισπανία, 2024, 110’)

  • Σκηνοθεσία: Μαρσέλ Μπαρένα

  • Ηθοποιοί: Εδουάρδο Φερνάντες, Κλάρα Σεγκούρα, Ζόε Μποναφόντε

Ο Μαρσέλ Μπαρένα σκηνοθετεί και συνυπογράφει το σενάριο, μαζί με τον Αλμπέρτο Μαρίνι, ενός βαθιά πολιτικού φιλμ που απέσπασε πέντε βραβεία Γκόγια -ανάμεσά τους και εκείνο της Καλύτερης Ταινίας- σημειώνοντας ρεκόρ εισπράξεων και καθιερώνοντάς το ως την πιο δημοφιλή καταλανική ταινία των τελευταίων σαράντα ετών.

Εμπνευσμένο από την αληθινή ιστορία του Μανόλο Βιτάλ, ενός οδηγού λεωφορείου που, στις δεκαετίες του ’60 και του ’70, πρωτοστάτησε σε έναν από τους σημαντικότερους κοινωνικούς αγώνες για την ενσωμάτωση της υποβαθμισμένης συνοικίας Torre Baró στον ιστό της σύγχρονης Βαρκελώνης, το φιλμ καταγράφει μια πράξη καθοριστικής αντίστασης, που επέφερε τελικά την αλλαγή. Οταν οι δημοτικές αρχές αρνήθηκαν να επεκτείνουν τη δημόσια συγκοινωνία στην περιοχή, επικαλούμενες την κακή κατάσταση και τη στενότητα των δρόμων, ο Βιτάλ πήρε κυριολεκτικά το τιμόνι του λεωφορείου της γραμμής 47 για να αποδείξει ότι η πρόσβαση ήταν όχι μόνο εφικτή, αλλά και αναγκαία. Ο Μαρσέλ Μπαρένα, σε συνεργασία με τη σπουδαία ερμηνεία του Εδουάρδο Φερνάντες, αφηγείται την ιστορία με λιτότητα και αφηγηματική συνοχή, ισορροπώντας ανάμεσα στο δράμα και την κωμωδία, χωρίς να καταφεύγει στον διδακτισμό ή στο φτηνό μελόδραμα. Το αποτέλεσμα είναι μια ταινία που στέκεται με αξιοπρέπεια στην ανθρώπινη εμπειρία, την αλληλεγγύη μιας κοινότητας και αναδεικνύει με εμψυχωτικό τρόπο τη σημασία των λαϊκών αγώνων.

Ο Μπαρένα διαχειρίζεται το ιστορικό του υλικό με σεβασμό και ευαισθησία. Η ταινία του αποτελεί ένα κράμα κοινωνικού ρεαλισμού, εμπλουτισμένο με τη σωστή δόση κινηματογραφικής αφήγησης, ώστε να αναδειχθεί η ιστορία ενός ανθρώπου που επεδίωξε την αλλαγή όχι για ίδιον όφελος, αλλά για το κοινό καλό. Το αποτέλεσμα είναι μια ατμοσφαιρική και αυθεντική απεικόνιση της δεκαετίας του ’70, που καταφέρνει να παρασύρει τον θεατή σ’ εκείνη την εποχή, όχι για να προκαλέσει απλώς νοσταλγία, αλλά για να ενισχύσει την κατανόηση της ιστορικής συνέχειας και να υπενθυμίσει ότι οι κοινωνικοί αγώνες διατηρούν την αξία τους μέχρι και σήμερα. Δεν πρόκειται απλώς για μια δραματική αναπαράσταση ιστορικών γεγονότων, αλλά για ένα σινεμά που στρέφεται στο παρελθόν για να φωτίσει το παρόν, για τις σύγχρονες μορφές κοινωνικού αποκλεισμού και την ανάγκη για πολιτική δράση μέσα όμως από το πρίσμα των συλλογικών αγώνων, τονίζοντας τη σημασία των κοινοτήτων.

Ωστόσο ένα από τα βασικά αδύναμα σημεία της ταινίας είναι ότι δομείται σχεδόν εξ ολοκλήρου γύρω από τον χαρακτήρα του Βιτάλ, γεγονός που σε έναν βαθμό αποδυναμώνει το μήνυμα της συλλογικότητας. Παρότι ο σκηνοθέτης επιδιώκει να καταγράψει την καθημερινότητα μιας κοινότητας, αξιοποιώντας τον αργό ρυθμό της αφήγησης για να χτίσει την ιστορία και να αποτυπώσει την πολιτισμική πολυπλοκότητα, ιδιαίτερα μέσω της εναλλαγής της καταλανικής και της ισπανικής γλώσσας, η οποία υπογραμμίζει την έννοια της συνύπαρξης μέσα στη διαφορετικότητα, η ανάπτυξη των υπόλοιπων χαρακτήρων παραμένει περιορισμένη, με αποτέλεσμα η προσοχή να εστιάζεται σχεδόν αποκλειστικά στον πρωταγωνιστή.

Η ταινία του Μπαρένα δεν επιδιώκει την πρωτοτυπία, η αφηγηματική της δομή είναι, σε μεγάλο βαθμό, προβλέψιμη. Καταφέρνει όμως να αναδείξει με καθαρότητα και δύναμη το κεντρικό της θέμα: ο Μανόλο Βιτάλ, μαζί με τους συμπολίτες του, αποφάσισε στη μετά Φράνκο εποχή να διεκδικήσει όσα μια δημοκρατία οφείλει να θεωρεί αυτονόητα - στέγη, ρεύμα, νερό, δημόσιες συγκοινωνίες. Η ταινία αποτίει φόρο τιμής σε αυτούς τους ανθρώπους με σεμνότητα και αξιοπρέπεια, χωρίς τυμπανοκρουσίες ή υπερβολές, ανθρώπους που αντιστάθηκαν και διεκδίκησαν το δικαίωμα σε μια καλύτερη ζωή.

*Η κριτική δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στην έντυπη έκδοση της Εφημερίδας των Συντακτών (03-07-2025)

Next
Next

F1: Η Ταινία