Σπασμένη Φλέβα

★★☆☆☆ (Ελλάδα, 2025, 127’)

  • Σκηνοθεσία: Γιάννης Οικονομίδης

  • Ηθοποιοί: Βασίλης Μπισμπίκης, Μαρία Κεχαγιόγλου, Μπέττυ Αρβανίτη

Πέντε χρόνια μετά την «Μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς» (2020), ο Γιάννης Οικονομίδης επιστρέφει με ένα σφιχτοδεμένο δράμα, επικεντρώνοντας την αφήγησή του αποκλειστικά πάνω στον πρωταγωνιστή και σκιαγραφώντας με λιγότερη ένταση από ό,τι τον έχουμε συνηθίσει την ηθική καταστροφή ενός αντι-ήρωα.

Ο Θωμάς Αλεξόπουλος (Β. Μπισμπίκης), ένας μεσήλικας επιχειρηματίας, πνίγεται στα λάθη και στις επιπολαιότητές του. Οταν η κόντρα του με τον τοκογλύφο της περιοχής (Γ. Αναστασάκης) πάρει απρόβλεπτες διαστάσεις, και με τον χρόνο για να σώσει το οικογενειακό του σπίτι να τελειώνει, ωθείται στα άκρα. Εκεί που κάθε ελπίδα φαίνεται να έχει χαθεί, εμφανίζεται ένα απλό, εύκολο σχέδιο της τελευταίας στιγμής. Μια κίνηση που θα μπορούσε να είναι η μόνη του ευκαιρία να αποκαταστήσει τα πάντα και να βγει νικητής.

Ο Οικονομίδης κινηματογραφεί ένα αρχαίο δράμα στη σύγχρονη εποχή που σκηνή σκηνή «βυθίζει» τον θεατή στον ψυχικό κόσμο του Θωμά μέσα από μια ρεαλιστική, αλλά ταυτόχρονα παράλογη και με μικρές δόσεις σουρεαλισμού, διαδρομή. Προσπαθεί να μεταφέρει τα μοτίβα της αρχαίας τραγωδίας στο σήμερα, εξετάζοντας μέσα από μια ανθρωποκεντρική ματιά την πτώση και τη μοναχικότητα ενός ανθρώπου που κάμπτει και διαμορφώνει την ηθική κατά το δοκούν, επιδιώκοντας στο τέλος περισσότερο να βγει νικητής και να αποδείξει τη νίκη του παρά να σώσει τους δικούς του ανθρώπους.

Ο Οικονομίδης δεν χαρίζεται στον πρωταγωνιστή του. «Χτίζει» σταδιακά την πτώση του που είναι σταθερή κι αμείλικτη, παρασύροντας στο πέρασμά της και τους δικούς του ανθρώπους. Σκηνές διαδέχονται η μια την άλλη με γρήγορους διαλόγους, με καλοστημένα σταθερά πλάνα κυρίως και η ιστορία εξελίσσεται σε μεγάλο βαθμό με το ίδιο μοτίβο. Κάθε σκηνή αποτελεί ακόμη μια προσπάθεια του Θωμά να συγκεντρώσει τα χρήματα που χρωστά, ζητώντας δανεικά, ικετεύοντας. Συγκρούεται με φίλους, με την ερωμένη του (την υποδύεται η Μπέτυ Αρβανίτη) και με την οικογένειά του. Αυτό το μοτίβο δίνει μια σφιχτοδεμένη πλοκή, η οποία όμως ποτέ δεν βρίσκει ουσιαστικά τον ρυθμό της. Επειτα από λίγο γίνεται επαναλαμβανόμενη, χάνοντας το ενδιαφέρον της. Καθώς ο χρόνος κυλά, δεν νιώθεις κάποια πίεση, ούτε οι χαρακτήρες που πλαισιώνουν τον πρωταγωνιστή αποκτούν κάποια υπόσταση. Υπάρχει η αίσθηση ότι παρακολουθείς μια συρραφή σκηνών που κατασκευάστηκαν για να οδηγήσουν στο κρίσιμο σημείο της ιστορίας.

Και τότε η ταινία παύει να λειτουργεί. Ο Οικονομίδης, που συνυπογράφει το σενάριο με τον Βαγγέλη Μουρίκη, επιλέγει να αφήσει την ταινία μετέωρη κι ενώ αυτή η επιλογή του θα μπορούσε να έχει μια δυναμική αν υπήρχε η ανατροπή νωρίτερα, οδηγώντας μας στο φινάλε με μια πιο ομαλή μετάβαση, επιλέγει να σπαταλήσει τον κινηματογραφικό του χρόνο με μια σεκάνς συμφιλίωσης, αλλάζοντας ξαφνικά όλη την ατμόσφαιρα της ταινίας, αφήνοντας ανεκμετάλλευτη την τραγική ειρωνεία και τον θεατή να αναμένει περισσότερα.

*Η κριτική δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στην έντυπη έκδοση της Εφημερίδας των Συντακτών (27-11-2025)

Previous
Previous

Σιωπηλή Αγάπη

Next
Next

Πέθανε Αγάπη μου