Oh Canada!

★★☆☆☆ (Η.Π.Α., 2024, 91’)

  • Σκηνοθεσία: Πολ Σρέιντερ

  • Ηθοποιοί: Ρίτσαρντ Γκιρ, Τζέικομπ Ελ'ορντι, Ούμα Θέρμαν

Ο εμβληματικός σεναριογράφος και σκηνοθέτης Πολ Σρέιντερ («Ο ταξιτζής», 1976, 114΄, «Οργισμένο είδωλο», 1980, 129΄) επιστρέφει τρία χρόνια μετά την τελευταία του ταινία («Master Gardener», 2022, 111΄), υπογράφοντας τόσο τη σκηνοθεσία όσο και το σενάριο της νέας του δουλειάς. Η ταινία βασίζεται στο μυθιστόρημα «Foregone» του Ράσελ Μπανκς, το οποίο κυκλοφορεί στην Ελλάδα από τις εκδόσεις «Πόλις» με τον τίτλο «Oh Canada» και περιστρέφεται γύρω από τον Λέο, έναν αριστερό ντοκιμαντερίστα και πασιφιστή (τον ενσαρκώνει ο Ρίτσαρντ Γκιρ που κινείται ανάμεσα σε μια τολμηρή αλλά και πολλές φορές μέτρια ερμηνεία), που πεθαίνει. Καταβεβλημένος από τον καρκίνο και καθηλωμένος στο κρεβάτι, βρίσκεται υπό την επήρεια φαρμάκων και ξεκινά να ανασύρει μνήμες, παραδοχές και ενοχές. Μέσα από μια εκτενή συνέντευξη, επιχειρεί, ίσως για πρώτη φορά, να μιλήσει με ειλικρίνεια για την πολυτάραχη ζωή του. Βαθιά προσωπική, η νέα ταινία του Σρέιντερ φιλοδοξεί να πει πολλά: για τις ενοχές που κουβαλάμε μέσα μας, για την εποχή του, για τον πόλεμο του Βιετνάμ που σημάδεψε μια ολόκληρη γενιά και για τη βαθιά ανθρώπινη ανάγκη για εσωτερική ειρήνη και προσωπική εξιλέωση.

Τελικά, όμως, καταλήγει να μη λέει σχεδόν τίποτα. Υιοθετώντας μια λαβυρινθώδη αφηγηματική προσέγγιση με υπαρξιακή διάθεση, ο Σρέιντερ δεν καταφέρνει να χτίσει ουσιαστικά τον κεντρικό του χαρακτήρα· και μαζί του, όλοι οι υπόλοιποι μοιάζουν με προσχέδια – μετέωροι μέσα σε μια αφήγηση που πασχίζει μάταια να βρει ρυθμό. Στην ταινία κυριαρχεί μια στατικότητα, από την οποία απουσιάζει η δραματουργική ένταση. Ο Σρέιντερ φαίνεται να εγκλωβίζεται σε μια καλλιτεχνική εσωστρέφεια, αδυνατώντας να αναδείξει ουσιαστικά τα θέματα που επιχειρεί να αγγίξει. Το αποτέλεσμα είναι μια ψυχρή, συναισθηματικά αποστασιοποιημένη καταγραφή των σκηνών, που δεν τολμά να εξερευνήσει σε βάθος την ψυχή του πρωταγωνιστή. Αντίθετα, η αφήγηση παραμένει στην επιφάνεια, στερούμενη εσωτερικής έντασης και συναισθημάτων.

Αυτό που μένει τελικά από την ταινία είναι η καλοδουλεμένη φωτογραφία του Αντριου Γουόντερ, ενώ εικαστικά η ταινία βρίσκεται σε υψηλό επίπεδο, κάτι αναμενόμενο όμως από τον σκηνοθέτη του εκθαμβωτικού «Μισίμα» (1985, 120΄).

*Η κριτική δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στην έντυπη έκδοση της Εφημερίδας των Συντακτών (22-05-2025)

Previous
Previous

Norah

Next
Next

Λαμπυρίσματα