Ρενουάρ

★★★½☆☆

(Renoir, Ιαπωνία, 2025, 120’)

  • Σκηνοθεσία: Τσι Χαγιακάoυα

  • Ηθοποιοί: Γιούι Σουζούκι, Χικάρι Ισίδα, Λίλι Φράνκι Γιούμι Καβάι

H Χαγιακάoυα όπως και στο ντεμπούτο της («Πλάνο 75», 2022) έτσι και στη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία της καταπιάνεται με την έννοια του θανάτου και της απώλειας, αυτή τη φορά όμως μέσα από μια τελείως διαφορετική προσέγγιση. Ανακατασκευάζοντας τη δεκαετία του ’80 στην Ιαπωνία η σκηνοθέτρια αφηγείται την ιστορία της Φούκι (η Γιούι Σουζούκι μάς χαρίζει μια υπέροχη, τρυφερή ερμηνεία), ενός ιδιαίτερου και ευαίσθητου εντεκάχρονου κοριτσιού που προσπαθεί να συμφιλιωθεί με τον επικείμενο θάνατο του πατέρα της. Καθώς η μητέρα είναι απορροφημένη από τη δουλειά της και τη φροντίδα του συζύγου της, η Φούκι περνά τις καλοκαιρινές διακοπές της παρατηρώντας και εξερευνώντας τον κόσμο των ενηλίκων γύρω της.

Υπέροχα κινηματογραφημένη από τον Χίντεχο Ουράτα και με έναν αργό αλλά καθόλου κουραστικό ρυθμό, που θυμίζει έντονα το σινεμά του Χιροκάζου Κόρε-Εντα («Κλέφτες καταστημάτων», 2018, «Monster», 2023), η σκηνοθέτρια «χτίζει» μια μελαγχολική καλοκαιρινή ιστορία, σκιαγραφώντας μέσα από μια ιμπρεσιονιστική ματιά -ισορροπώντας ανάμεσα στο ρεαλιστικό και το φανταστικό- τον χαρακτήρα της Φούκι και την προσπάθειά της να αντιληφθεί τον θάνατο, ενώ ταυτόχρονα «παλεύει» να τοποθετήσει τον εαυτό της μέσα σε έναν κόσμο που τώρα εξερευνά και της μοιάζει μερικές φορές ξένος.

Το φως ή η απουσία του διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο. Αλλοτε οι χώροι λούζονται από ένα ζωηρό καλοκαιρινό φως και άλλοτε επισκιάζονται από κλειστές κουρτίνες. Η Φούκι μοιάζει συχνά να ταλαντεύεται ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι, τη χαρά και τη θλίψη. Η σκηνοθέτρια αποτυπώνει με ευαισθησία αυτό το μεταίχμιο: το πώς είναι να είσαι παιδί και να αναζητάς το όμορφο και το ξέγνοιαστο, ενώ ταυτόχρονα έρχεσαι αντιμέτωπο με τον επικείμενο θάνατο της πατρικής φιγούρας. Με τα σκοτεινά συναισθήματα που γεννά η συνειδητοποίηση ότι δεν θα ξαναμιλήσεις ποτέ στον πατέρα σου, ότι δεν θα κάθεται πια στο οικογενειακό τραπέζι, ότι δεν θα είναι εκεί να σε προστατεύσει όταν το χρειάζεσαι.

Η Χαγιακάoυα χρησιμοποιεί ποικίλα αφηγηματικά εργαλεία για να αποδώσει τη διαδικασία μετάβασης από το φως στο σκοτάδι και τούμπαλιν. Κάποιες φορές το πετυχαίνει και κάποιες φορές δημιουργεί συνθήκες ασάφειας ως το τι ακριβώς επιθυμεί να εξερευνήσει και το τι θέλει να πει. Οπως στη σκηνή όπου η Φούκι γλιτώνει από καθαρή τύχη τη σεξουαλική κακοποίηση από έναν άντρα. Σε αυτή τη σκηνή και όσα ακολουθούν η Χαγιακάουα επιμένει να χρησιμοποιεί τη μίξη πραγματικού και φανταστικού χωρίς όμως ποτέ να οδηγηθεί σε ένα αποτέλεσμα, αφήνοντας τον θεατή με ένα αίσθημα αμηχανίας.

Παρά όμως τις όποιες αστοχίες της η ταινία, φτάνοντας στο τέλος, καταφέρνει να σε αφήσει με ένα βαθύ συναίσθημα μελαγχολίας και αναστοχασμού. Η Χαγιακάουα ξεδιπλώνει τη ζωή τής Φούκι σαν να ζωγραφίζει έναν πίνακα μπροστά στα μάτια μας: άλλοτε με φωτεινές, ζωηρές πινελιές και άλλοτε με σκοτεινές, απειλητικές αποχρώσεις, αποτυπώνοντας με ακρίβεια την εύθραυστη και αντιφατική φύση της ίδιας της ζωής.

*Η κριτική δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στην έντυπη έκδοση της Εφημερίδας των Συντακτών (11-12-2025)

Next
Next

Αν είχα πόδια θα σε Κλωτσούσα